Ιωάννη Πολέμη «ΣΤΗΝ ΠΑΡΓΑ ΠΙΣΩ»
Και μ΄ όλο το τρισκότοδο τους γνώρισα απ΄ αλάργα
στη στράτα και στα ξώστρατα, που παν κατά την Πάργα.
Δεν ήταν ούτε δέκα, ούδ΄ εκατόν. Καθείς στο χέρι εκράτει
κι΄ από ΄να σάκκον τρίχινο, κι΄ οι σάκκοι ήταν γεμάτοι.
Κι΄ εκείνοι σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι γάμου,
λες κι΄ είχαν όλοι τους φτερά και δεν πατούσαν χάμου.
-Κι΄ αν είστε και φαντάσματα μπορώ να σας ρωτήσω.
Που πάτε τόσο βιαστικά?
-Πάμε στην Πάργα πίσω.
-Και μες΄ στους σάκκους τι έχετε κρυμμένα, βρυκολάκοι,
-Με πεθαμένων κόκκαλα γεμάτοι είν΄ όλοι οι σάκκοι.
Διαβάτη δεν τα γνώρισες τ΄Αλή-Πασά τα χρόνια.
Σταλμένος απ΄ τα Τάρταρα τα μαύρα καταχθόνια,
σα να βουλήθηκε απ΄ τη γη κάθε καλό να λείψει,
έσπερνε το ξολόθρεμα, το χαλασμό, τη θλίψη.
Τότε στα χέρια του έπεσε κι΄ η Πάργα, η παινεμένη.
Μα η Πάργα κιαν σκλαβώθηκε, ψυχή δεν απομένει.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά και νιοι και γέροι κι΄ όλοι
αφήνοντας παντέρημη τη σκλαβωμένη πόλη,
εξεκινήσαμε μαζί να βρούμε αλλού πατρίδα.
Πως το θυμούμαι! Συμφορές πολλές στον κόσμο είδα
και γνώρισα στη ζήση μου, καμμιά όμως σαν εκείνη,
Μια είν΄ η πατρίδα καθενός, δεύτερη δεν θα γίνει!...
Πριν ξεκινήσουμε μαζί τη νύχτα με φανάρια
στο κοιμητήρι επήγαμε κρατώντας τα΄ αξινάρια,
κι΄ απ΄ άκρη ως άκρη σκάβοντας το κάναμε χωράφι
κι΄ ανοίξαμε τα μνήματα κι΄ έγιναν λάκκοι οι τάφοι,
και πήραμε τα κόκαλα και τους σταυρούς ακόμα,
για να μη μείνει τίποτα στο σκλαβωμένο χώμα.
Και φύγαμε. Περνά καιρός και εμείς αγάλι-αγάλι
πεθαίναμε κι η μια γενιά κληρονομάει την άλλη.
Ως ότου χθες μεσάνυχτα, κράζοντας πέρα ως πέρα
μια σάλπιγγα ετρικύμησε τον ξάστερον αγέρα
σαν τα΄ Αρχαγγέλου η σάλπιγγα για την στερνή την κρίση.
Τα κόκαλα, που λευτεριά τους είχαμε χαρίσει
κι΄ ανήσυχα, ανυπόμονα την ώρα καρτερούσαν,
(γιατί στην έρμη ξενιτιά την Πάργα ελαχταρούσαν)
πήραν φωνή, κι΄ ανάκραζαν, φωνή βαθειά μεγάλη:
-«Η Πάργα ξεσκλαβώθηκε, πηγαίνετέ μας πίσω πάλι».
στη στράτα και στα ξώστρατα, που παν κατά την Πάργα.
Δεν ήταν ούτε δέκα, ούδ΄ εκατόν. Καθείς στο χέρι εκράτει
κι΄ από ΄να σάκκον τρίχινο, κι΄ οι σάκκοι ήταν γεμάτοι.
Κι΄ εκείνοι σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι γάμου,
λες κι΄ είχαν όλοι τους φτερά και δεν πατούσαν χάμου.
-Κι΄ αν είστε και φαντάσματα μπορώ να σας ρωτήσω.
Που πάτε τόσο βιαστικά?
-Πάμε στην Πάργα πίσω.
-Και μες΄ στους σάκκους τι έχετε κρυμμένα, βρυκολάκοι,
-Με πεθαμένων κόκκαλα γεμάτοι είν΄ όλοι οι σάκκοι.
Διαβάτη δεν τα γνώρισες τ΄Αλή-Πασά τα χρόνια.
Σταλμένος απ΄ τα Τάρταρα τα μαύρα καταχθόνια,
σα να βουλήθηκε απ΄ τη γη κάθε καλό να λείψει,
έσπερνε το ξολόθρεμα, το χαλασμό, τη θλίψη.
Τότε στα χέρια του έπεσε κι΄ η Πάργα, η παινεμένη.
Μα η Πάργα κιαν σκλαβώθηκε, ψυχή δεν απομένει.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά και νιοι και γέροι κι΄ όλοι
αφήνοντας παντέρημη τη σκλαβωμένη πόλη,
εξεκινήσαμε μαζί να βρούμε αλλού πατρίδα.
Πως το θυμούμαι! Συμφορές πολλές στον κόσμο είδα
και γνώρισα στη ζήση μου, καμμιά όμως σαν εκείνη,
Μια είν΄ η πατρίδα καθενός, δεύτερη δεν θα γίνει!...
Πριν ξεκινήσουμε μαζί τη νύχτα με φανάρια
στο κοιμητήρι επήγαμε κρατώντας τα΄ αξινάρια,
κι΄ απ΄ άκρη ως άκρη σκάβοντας το κάναμε χωράφι
κι΄ ανοίξαμε τα μνήματα κι΄ έγιναν λάκκοι οι τάφοι,
και πήραμε τα κόκαλα και τους σταυρούς ακόμα,
για να μη μείνει τίποτα στο σκλαβωμένο χώμα.
Και φύγαμε. Περνά καιρός και εμείς αγάλι-αγάλι
πεθαίναμε κι η μια γενιά κληρονομάει την άλλη.
Ως ότου χθες μεσάνυχτα, κράζοντας πέρα ως πέρα
μια σάλπιγγα ετρικύμησε τον ξάστερον αγέρα
σαν τα΄ Αρχαγγέλου η σάλπιγγα για την στερνή την κρίση.
Τα κόκαλα, που λευτεριά τους είχαμε χαρίσει
κι΄ ανήσυχα, ανυπόμονα την ώρα καρτερούσαν,
(γιατί στην έρμη ξενιτιά την Πάργα ελαχταρούσαν)
πήραν φωνή, κι΄ ανάκραζαν, φωνή βαθειά μεγάλη:
-«Η Πάργα ξεσκλαβώθηκε, πηγαίνετέ μας πίσω πάλι».
Δεν υπάρχουν σχόλια: