728x90 AdSpace

Patatoukos news

[news][ticker1]
[ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ][slider1][#E0378A]
[kl][ticker1]
[ΒΒΒ][slider1][#E0378A]

Μεγάλο αφιέρωμα στη ζωή του Αλέκου Κιτσάκη


Ο Αλέκος Κιτσάκης,το "αηδόνι της Ηπείρου", είναι ένας ζωντανός θρύλος του Δημοτικού τραγουδιού και δη του Ηπειρώτικου. Το Hpeiros.gr ξεκίνησε ένα μεγάλο αφιέρωμα στη ζωή και την 50χρονη και πλέον καριέρα του στο Δημοτικό τραγούδι, αναδεικνύοντας άγνωστες αλλά άκρως ενδιαφέρουσες στιγμές της ζωής του και της πλούσιας καριέρας του.
 
Των Γ. Φετοκάκη, Γ. Καρζή
Ο Αλέκος Κιτσάκης, γνωστός με το παρωνύμιο «αηδόνι της Ηπείρου»,είναι ένας ζωντανός θρύλος του Δημοτικού τραγουδιού και δη του Ηπειρώτικου. Έχει τραγουδήσει, αλλά κι έχει γράψει χιλιάδες τραγούδια, εξυμνώντας την Ήπειρο, την ξενιτιά, τον έρωτα αλλά και τους αγώνες του έθνους. Το 2005 πέρασε μία περιπέτεια υγείας, από την οποία ευτυχώς βγήκε πιο δυνατός, αλλά –όπως ο ίδιος λέει- και πιο καλλίφωνος…

Το Hpeiros.gr ξεκίνησε έναμεγάλο αφιέρωμα στη ζωή και την 50χρονη και πλέον καριέρα του στο Δημοτικό τραγούδι, το οποίο υπηρέτησε με ήθος και συνέπεια, αναδεικνύοντας άγνωστες αλλά άκρως ενδιαφέρουσες όσο και συγκινητικές στιγμές της πονεμένης ζωής του και της πλούσιας καριέρας του. Μιας καριέρας σε ένα δύσκολο είδος μουσικής, που όλοι ξέρουμε ότι δεν είναι και το πιο "καλοπληρωμένο" στη χώρα μας.
 
Σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος της '"μαραθώνιας" συνέντευξης με τον Αλέκο Κιτσάκη, που παραχωρήθηκε σε δόσεις στο «Αθηναϊκόν», που βρίσκεται στην περιοχή του Χαλανδρίου.

Για όσους θέλουν να απολαύσουν τα τελευταία υπέροχα τραγούδια του Αλέκου Κιτσάκη μπορούν να προμηθευτούν το περιοδικό "Πίστα", το οποίο φιλοξενεί κομμάτια του κορυφαίου Ηπειρώτη τραγουδιστή(σ.σ. ας μας επιτραπεί αυτός ο χαρακτηρισμός, τον οποίο πιστεύουμε απόλυτα, χωρίς να θέλουμε να αδικήσουμε ή να μειώσουμε, άλλους σπουδαίους Ηπειρώτες τραγουδιστές). Με την ευκαιρία θέλουμε να ευχαριστήσουμε τον συνάδελφο Βαγγέλη Παππά για τη συνεργασία του στην συγκομιδή στοιχείων για τη ζωή και το έργο του Αλέκου Κιτσάκη, αλλά και τη διαμεσολάβηση ώστε να κλειστεί αυτή η συνέντευξη, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ιστορική. 

Αναλυτικά το πρώτο μέρος της συνέντευξης έχει ως εξής:

Hpeiros.grΠότε ξεκινήσατε με το τραγούδι;

Aλ. Κιτσάκης:
 Από την κοιλιά της μάνας μου τραγουδάω, γεννήθηκα με το τραγούδι. Όλο μου το σόι τραγουδάει. Ο πατέρας μου και η μάνα μου τραγουδούσανε. Δυστυχώς, όμως, τους έχασα πολύ νωρίς. Οκτώμιση μηνών με άφησε ο πατέρας μου, ενάμισι χρονών η μάνα μου. Και μεγάλωσα σε ξένα χέρια. 

Hpeiros.gr: Σε συγγενείς;

Aλ. Κιτσάκης:
 Κοίταξε να δεις. Είχε γίνει ολόκληρο συμβούλιο για το ποιος θα με πάρει, γιατί τότε, όταν έχασα τους γονείς μου, βύζαινα ακόμα. Κι ένας αδελφός της μάνας μου, ο Γιώργος Γιαννάκης, είχε τη γυναίκα του μ' ένα μωρό, οπότε αποφάσισε να με πάρει αυτός. Τέσσερα παιδιά και αυτός, καταλαβαίνεις, φτώχεια, δυστυχία, ορφάνια, όλα μαζί. Με πήρε, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος και με πήγαινε να με θηλάζουν σε γειτόνισσες, από εδώ και από εκεί.

Από μικρός όμως κατάλαβα ότι είχα μουσικό αυτί. Με πήγαινε ο θείος μου στα πρόβατα, άκουγα τα ξαδέλφια μου να τραγουδάνε και έπιανα όλο το ρυθμό. Και γι' αυτό ευχαριστώ το Θεό. Μου έδωσε ένα μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι, αλλά παράλληλα μου έδωσε κι ένα μεγάλο μουσικό αυτί. Τα πιάνω όλα τα τραγούδια. Και αυτό με βοήθησε, αν και ήμουν μικρός και ορφανός, να είμαι κάτι σαν… φίρμα στο χωριό.
Μια φορά τραγούδησα όλη μέρα για να μου δώσουν ένα πορτοκάλι!
Hpeiros.gr: Σας άρεσε από τότε το τραγούδι;
Aλ. Κιτσάκης: Όπως σας είπα, γεννήθηκα με αυτό. Άκουγα τα τραγούδια που λέγανε τα ξαδέλφια μου και τα τραγουδούσα. Τους άρεσαν. 'Έλα Αλέξη, τραγούδησε μας κάτι' μου έλεγαν.

Θυμάμαι μια φορά, παιδάκι τότε εγώ, γινόταν ένας γάμος στο Γαλατά. Φύλαγα τα πρόβατα κοντά, πιάνω ένα τραγούδι και σταμάτησε ο γάμος… "Από πού έρχεται αυτή η φωνή;" είπαν, λες και ήταν ένα σπάνιο αηδόνι. "Ο Αλέξης, ο Αλέξης" φώναξαν. Και ξέρετε γιατί τραγούδησα; Μπας και με ακούσουν και με καλέσουν στο γάμο να μου δώσουν και μένα ένα πιάτο φαΐ. Δύσκολες εποχές, πετσί και κόκαλο ήμουνα.

Μια μέρα, θυμάμαι, με έβαλε ένας άνθρωπος, Δόσης λεγότανε, να τραγουδάω για να μου δώσει ένα πορτοκάλι. Τραγουδούσα όλη μέρα, με πέθανε. Όλη μέρα για ένα πορτοκάλι. 


Hpeiros.gr: Πώς αντέξατε, δεν ήταν πολύ κουραστικό για ένα μικρό παιδί τότε; 

Aλ. Κιτσάκης: Άκου, εγώ το τραγούδι το έχω μέσα μου. Όλοι τραγουδούσαν, αλλά εγώ ήμουν ένα αηδόνι! Αηδόνι! Τώρα, εδώ μέσα (σ.σ. η συνέντευξη έγινε σε καφετέρια), αν πάρω το μικρόφωνο θα γίνει χαμός. Δεν χρειάζεται να πιω δέκα μπουκάλια ουίσκι όπως κάνουν κάποιοι άλλοι για να κάνω κέφι. Όποτε μου πεις να τραγουδήσω θα το κάνω, δεν έχω πρόβλημα. Είναι κάτι που βγαίνει αυθόρμητα από μέσα μου. Γι' αυτό σου λέω γεννήθηκα τραγουδιστής. 

Hpeiros.gr: Πώς ήταν η ζωή σας στο χωριό ως ορφανό παιδί;

Aλ. Κιτσάκης: H ζωή μου ήταν δυστυχισμένη στο χωριό. Σε μια εποχή λίγο μετά τον πόλεμο, φαντάσου τι ζωή μπορούσε να έκανε ένα ορφανό παιδί. Κοιμόμασταν σ΄ ένα δωμάτιο πέντε παιδιά. Τη θειά μου τη φώναζα μάνα... Θυμάμαι, επτά χρονών, να με στέλνουν να βοσκήσω τις γίδες, να πεθαίνω από το κρύο με μια σκισμένη βελέντζα στην πλάτη και να μην μπορώ να κάνω τίποτα. Έκλαιγα κι έλεγα, ρε παιδιά, να με πάρει η Παναγία, τόσο πολύ δύσκολες μέρες περνούσα. Άλλες φορές παρακαλούσα το Θεό να μου δώσει και μένα ένα ζευγάρι παπούτσια για να βάλω μέσα τα ποδαράκια μου. Αγανακτισμένος και πονεμένος, τέτοια δυστυχία. 

Hpeiros.gr: Και πότε φύγατε από το χωριό;

Aλ. Κιτσάκης: Θυμάμαι ένας καπετάνιος, παλικάρι μεγάλο, υπασπιστής του Βενιζέλου, Νίκος Σουλιώτης το όνομα του, ερχόταν καμιά φορά στο χωριό, με άκουγε και ήθελε να με πάρει. Αλλά ο θείος δεν με άφηνε να φύγω γιατί φύλαγα τα προβατάκια. Και πάνω στην ορφάνια που είχα, πέθανε και η θειά. Είχε πάει να κάνει μια έκτρωση στα Λέλοβα, να βγάλει ένα παιδί που είχε πιάσει και πέθανε πάνω στην επέμβαση. Πέθανε η θειά μου, μένω δύο φορές ορφανός. Τι να το κάνω εγώ τώρα το παιδί έλεγε ο μπάρμπας μου ο Γιαννάκης, να φύγει το παιδί. Πέθανε η γυναίκα του και αναγκαστικά με έδιωξε.

Mε πήρε λοιπόν ένας χωριανός, 9-10 χρονών ήμουνα, και με πήγε στην Πρέβεζα.  Μέσα στο αυτοκίνητο είχε ζώα κι εγώ μέσα σ' αυτά. Με βάζει στο «Γλάρο», το μοναδικό πλοίο που έκανε τότε τη διαδρομή Πρέβεζα - Πάτρα και κατεβαίνουμε στην Πάτρα. Όταν μπήκαμε μέσα στο πλοίο, ο πονηρός ο χωριανός μου λέει δεν αρχινάς κανένα τραγούδι εδώ -πάνω στο κατάστρωμα; Ξεκινάω λοιπόν να τραγουδώ την Τζαβέλαινα και μαζεύτηκε απ' όλο το καράβι σαν το μελίσσι, ο κόσμος. Ποιος τραγουδάει λέγανε όλοι. Το μαθαίνει ο καπετάνιος, 'φέρτον εδώ' λέει, ήθελε να με κάνει παιδί του, τόσο πολύ συγκινήθηκε από το τραγούδι. Με έβαλε να  φάω γαρίδες, πόσες να φάω εγώ, μικρό παιδί ήμουνα.

Κάποια στιγμή, Οκτώβρης του '46, ήρθα στην Αθήνα. Με έφερε αυτός ο χωριανός μου, είχε έναν αδελφό στο Γουδί που δούλευε στο Υπουργείο Οικονομικών, Γεώργιος Παπαδήμας λεγότανε. Αυτός είχε καμιά δεκαπενταριά –είκοσι χρόνια στην Αθήνα. Τότε στο Γουδί δεν υπήρχε τίποτα, μόνο στρατώνες. Ο αδελφός του χωριανού μου έφτιαχνε ένα σπίτι τότε, γιαπί ήτανε και με έβαζε να φυλάω τα γουρούνια. Δύο-τρεις μήνες κράτησε αυτή η ιστορία. 'Ρε παιδιά, -τους έλεγα- εγώ φύλαγα πρόβατα στο χωριό, αν ήταν να έρθω στην Αθήνα να φυλάω γουρούνια καλύτερα να έμενα στο χωριό με τα προβατάκια'. 'Τι ήρθα να κάνω εδώ', αναρωτιόμουν.

Ευτυχώς μαθαίνει που ήμουνα ο Νίκος ο Σουλιώτης, ο καπετάνιος και έρχεται και με παίρνει. Χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη σε αυτόν τον άνθρωπο. Μιλάμε για μεγάλη προσωπικότητα. Με παίρνει, που λες, ο καπετάνιος και με πηγαίνει στα γραφεία της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας στην Αθήνα. Ήταν Δεκέμβρης του '46, τα γραφεία στεγαζόντουσαν τότε στην Καποδιστρίου -42.

Εκεί ήταν ο Σταμάτης, Γενικός Γραμματέας τότε της Πανηπειρωτικής, ο Μάρκος ο Θάνος, από τα ιδρυτικά μέλη και πρώτος πρόεδρος της Πανηπειρωτικής και ένας αντιπρόεδρος από το Πολυστάφυλο. 'Από πού είσαι' μου λένε, 'από το Σούλι' απαντώ. 'Για πες μας ένα τραγούδι' μου λένε. Και ξεκινάω ένα τραγούδι ρε παιδιά και… τρίξανε τα τζάμια.
Eίχα ίσκιο, όλοι με αγαπούσαν
Hpeiros.gr: Ποιο τραγούδι είπατε αν θυμάστε;

Aλ. Κιτσάκης: Την Τζαβέλαινα. Έτριξαν τα τζάμια. Ήμουν παιδί, αδύνατο, δεν περίμεναν να βγει τέτοια φωνή από μένα. Ενθουσιάστηκαν και είπανε να με βάλουνε να τραγουδήσω στην κοπή της πίτας. Κι έτσι αποφάσισαν να με βάλουν να τραγουδήσω στην πρώτη μεταπολεμική γιορτή της Ομοσπονδίας, στο κόψιμο της πίτας. Ήτανε 11 Ιανουαρίου του 1947 στο θέατρο της Αλίκης. Φαντάσου τότε, 11 χρονών παιδί, να βγει με καμάρι και να τραγουδάει για πρώτη φορά σε θέατρο. Στο πρόγραμμα που βγάλανε τότε λέγανε ότι τραγουδάει και ο μικρός Αλέξης. Ήμουν, που λες, συμπαθητικό παιδάκι. Γεννήθηκα έτσι. Είχα ίσκιο. Όποιος με γνώριζε ήθελε να με κάνει παιδί του.

Με ντύσανε με φουστανέλα και μου βάλανε και μια κορδέλα που έλεγε 'Σούλι'. Εγώ τότε δεν ήξερα τι εστί Πανηπειρωτική, τι εστί θέατρο. Τραγούδησα λοιπόν την Τζαβέλαινα. Την εποχή εκείνη ο κόσμος ήταν πολύ πονεμένος και μόλις με άκουσε τρελάθηκε. Κλαίγανε. Μόλις τελείωσα όλοι μου έδωσαν ένα θεόρατο χειροκρότημα. «Γεια σου λεβέντη μου, γεια σου Αλέκο μου, γεια σου Αλέξη μου» μου φωνάζανε. Χαμός έγινε. Και εκεί βγήκε ο Αχιλλέας ο Ζώης και είπε ότι αυτό το παιδί το αναλαμβάνει η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία υπό την προστασία της. Τον είχα σαν πατέρα μου αυτόν τον άνθρωπο. 

Μετά την κοπή της πίτας με παίρνει ο Ζώης λοιπόν και με πάει στο Μινιόν. Τότε φορούσα ένα τραγίσιο κοντό παντελόνι, σκληρό Παναγιά μου, μου έτρωγε τα γόνατα και μου τα μάτωνε. Και με παίρνει λοιπόν, να είναι καλά εκεί που είναι τώρα ο άνθρωπος, για να μου βγάλει μια φωτογραφία για να θυμάμαι, μου λέει, που ήμουνα και πώς ξεκίνησα. 

Αυτή η φωτογραφία είναι πολύ σημαντική για μένα, είναι ένα από τα κειμήλια μου. Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος λοιπόν, ο Αχιλλέας ο Ζώης, μου πήρε το πρώτο κουστουμάκι από το Μινιόν, ένα γκρι. Και μου πήρε κι ένα παντελονάκι που ήταν πάνω από το γόνατα. Με το που το έβαλα και πέταξα το τραγίσιο παντελόνι πετούσα από τη χαρά μου. Φόρεσα και ωραία παπουτσάκια. Ένοιωσα σα να έγινα για πρώτη φορά γαμπρός στη ζωή μου…
kitsakis_arister
"Έτσι ήρθα στην Αθήνα για πρώτη φορά,  ορφανό παιδί με τραγίσιο παντελόνι, τραγίσιο σακάκι και δύο αριστερά χιλιομπαλωμένα παπούτσια."  (Από προσωπικό φωτογραφικό αρχείο Αλέκου Κιτσάκη)

Hpeiros.gr: Μια καινούργια ζωή άνοιξε μπροστά σας, έτσι δεν είναι;

Αλ. Κιτσάκης: Από κει και πέρα, λοιπόν, αρχίζουν τα σπουδαία. Μέσα στο θέατρο, ξέχασα να πω, ήταν η Μαρίκα η Κοτοπούλη. Η μεγαλύτερη ηθοποιός, η μεγαλύτερη τραγωδός που έβγαλε ποτέ το ελληνικό θέατρο. Καταγόταν από τα Ζαγόρια η Κοτοπούλη. Ηπειρώτισσα και Ζαγορίσια. Όταν με άκουσε τρελάθηκε. Και έρχεται πάνω στα παρασκήνια και μου λέει, "παιδί μου εσύ είσαι φαινόμενο".

Εκείνη την εποχή δέσποζαν δύο ιέρειες στο ελληνικό θέατρο: Η Κυβέλη και η Κοτοπούλη. Η Κυβέλη ήταν δημοκρατικιά και έλεγαν ότι είχε σχέση τότε με τον Γεώργιο Παπαντρέου, το Γέρο της Δημοκρατίας.

Η Μαρίκα η Κοτοπούλη ήταν βασιλικότερη του Βασιλέως. Είχε μεγάλη σχέση με το παλάτι. Μόλις με άκουσε λοιπόν η Κοτοπούλη φώναξε τον Αχιλλέα το Ζώη και το ρώτησε, "ποιος έχει το παιδί αυτό;". "Το έχω εγώ" της απαντάει.

Θυμάμαι μέσα στον Ιανουάριο του 1947, η Κοτοπούλη θα έκανε μια γιορτή στο θέατρο Rex. Μια φιλανθρωπική γιορτή. Θα μου το φέρετε είπε στο Ζώη την τάδε Κυριακή να το βάλω να τραγουδήσει, να το ακούσει και η Φρειδερίκη. Πριγκίπισσα ήταν τότε η Φρειδερίκη, δεν είχε γίνει ακόμα βασίλισσα. Ήρθε λοιπόν ένα αυτοκίνητο, ταξί, να με πάρει από την πλατεία Αμερικής για να με πάει στο θέατρο Rex.

Όταν πήγα λοιπόν εκεί άνοιξε μια πόρτα. Εγώ δεν ήξερα τότε τίποτε. Μπήκα λοιπόν μέσα. Πατάνε ένα κουμπί και αρχίζουν όλα να κουνιούνται. "Που πάμε Θείο, που πάμε Θείο" έλεγα εγώ στον Ζώη, πέθανα από το φόβο μου. Πρώτη φόρα έμπαινα σ' ασανσέρ.

Ήταν και κάτι κυρίες με γούνες που πηγαίνανε στην εκδήλωση και πέθαναν στα γέλια.  Τις βλέπει η Κοτοπούλη και τις λέει "Μη γελάτε. Αυτό το παιδί θα τραγουδήσει εδώ απόψε και θα 'πεθάνετε' από το χαμό που θα γίνει".

Βγήκα λοιπόν από το ασανσέρ και έτρεμαν τα πόδια μου. Πάει η Κοτοπούλη, βρίσκει τη Φρειδερίκη και την φωνάζει "Υψηλοτάτη". Παιδί, δώδεκα χρόνων ήμουν εγώ όταν είδα για πρώτη φορά τη Φρειδερίκη. "Υψηλοτάτη" -της λέει -"σας έφερα αυτό το ορφανό από μάνα και πατέρα παιδί. Ήρθε με τα πόδια από τη δοξασμένη την Ήπειρό μας και θέλω να το προσέξεις ιδιαιτέρως Υψηλοτάτη γιατί τραγουδάει θαυμάσια και γιατί αξίζει τον κόπο να το στηρίξουμε. Το παιδάκι είναι ορφανό". "Θα το βοηθήσω" άκουσα τη Φρειδερίκη να λέει, όπως συζητούσαν μέσα οι δύο τους. Βγήκα, λοιπόν, να τραγουδήσω κι έγινε χαμός.

Ενθουσιάζεται η Φρειδερίκη και λέει στη Μαρίκα "θέλω να μου το στείλεις να το έχω στο παλάτι".

Δείτε εδώ παιδιά πώς αλλάζει η ζωή του ανθρώπου. Από τα πρόβατα να καταλήξω στο παλάτι. Με παίρνει, λοιπόν, η Φρειδερίκη και με πάει στο θερινό παλάτι που ήταν στην Κέρκυρα (σ.σ. στο σημερινό Αχίλλειο).
"Γ... τη μάνα σου", έλεγα στον Κωνσταντίνο όταν εκνευριζόμουνα
Hpeiros.gr: Και τραγουδούσατε στο παλάτι;

Aλ. Κιτσάκης: Ναι, τραγουδούσα και στο Βασιλιά Παύλο, ήμουν το χαϊδεμένο παιδί του παλατιού. Θυμάμαι όμως ότι είχα μία κακή συνήθεια: Κάθε φορά που εκνευριζόμουνα έλεγα «γ… τη μάνα σου». Από το χωριό μου είχε μείνει. Ήταν η πρώτη βρισιά που έμαθα. Παίζαμε, θυμάμαι, βόλους στο παλάτι με τον Κωνσταντίνο -ήταν μικρότερος αυτός από μένα στην ηλικία, αλλά με περνούσε ένα κεφάλι- και με κέρδιζε. Εγώ δεν είχα πιάσει μέχρι τότε βόλους στα χέρια μου. "Γ… τη μάνα σου" του έλεγα εγώ.

Η κυρία Καρόλου, Κυρία των Τιμών, μόλις με άκουγε να λέω "γ… τη μάνα σου" με μάλωνε. Την ακούει η Φρειδερίκη και της λέει "Να αφήσεις το παιδί να εκφράζεται όπως θέλει".

Γελάγανε με μένα. Με τη βρισιά. Αφελής εγώ τότε, μικρό παιδί, δεν καταλάβαινα. Με πρόβατα μεγάλωσα εγώ, με τις μπίλιες ο Κωνσταντίνος. Και του έλεγα "γ… τη μάνα σου". Και "χουχουχουχου" τα γέλια των κυριών του παλατιού.

Η Καρόλου, Κυρία των Τιμών, ήθελε να με κάνει παιδί της. Τόσο πολύ με αγαπούσε.

Όλοι με αγαπούσαν. Όποιος με γνώριζε τρελαινόταν. Ήταν ο χαρακτήρας γιατί ο Θεός, ο Θεός μου έδωσε ίσκιο.

Όταν ο τραγουδιστής δεν έχει ίσκιο δεν κάνει τίποτα. Εγώ μπορώ να σε 'φτιάξω' χωρίς να χρειαστεί να πιω ούτε ένα ποτήρι. Ο τραγουδιστής πρέπει να μπορεί να γοητεύει. Άλλοι θέλουν δύο-τρεις μπύρες να πιούν για να φτιαχτούν και να αρχίσουν να τραγουδάνε. Αυτοί είναι χαμένοι. Γι' αυτό και με αγάπησε ο κόσμος από την πρώτη στιγμή.
kitsakis_souli
"Αυτή η φωτογραφία είναι η πιο σπουδαία για μένα. Εγώ όρθιος και τα κορίτσια γονατιστά δίπλα μου. Γονατιστές και είναι πιο ψηλές από μένα. Και εγώ τότε 11 χρονών, ντυμένος τσολιάς και με μια μεγάλη κορδέλα Σούλι. Ήταν 11 Ιανουαρίου του 1947 και η πρώτη μου εμφάνιση σε κοινό"  (Από προσωπικό φωτογραφικό αρχείο Αλέκου Κιτσάκη)

Hpeiros.gr: Σχολείο πήγατε; 

Aλ. Κιτσάκης: Θυμάμαι, όταν ήμουνα υπό την προστασία του παλατιού, φοιτούσα σ΄ ένα ιδιωτικό σχολείο στη Φιλοθέη. Πετούσαν τα μαλλιά μου προς τα πάνω σαν σπάθες και μου βάζανε μπριγιαντίνη για να μην πετάνε. Αλλά στο δρόμο από το σπίτι μέχρι το σχολείο αγρίευαν ξανά τα μαλλιά μου. «Εεε» μου λέει ένας μια φορά  «πώς είσαι εσύ έτσι. Απαγορεύεται να πετάνε τα μαλλιά σου έτσι». Αγριεύω εγώ, πετάω ένα «γ… τη μάνα σου» και του ρίχνω ένα χαστούκι. Με πήγε λοιπόν στο Διευθυντή. «Γιατί, παιδάκι μου, του είπες «γ… τη μάνα σου». «Μου έφυγε η γλώσσα, κύριε, μου έφυγε η γλώσσα». Τι να πω… Τη γλίτωσα όμως.

Τα θρανία αν και ήτανε πολυτελείας εγώ τα χάραζα με ξυράφι και έγραφα το όνομα μου: Aλέξης Κιτσάκης. Ζορό παιδί μου.

Που λες, μετά τα γεγονότα αυτά, συνεννοήθηκε η Βασίλισσα με την Πανηπειρωτική για να με στείλουν σ' ένα ορφανοτροφείο. Είπε λοιπόν η Βασίλισσα στο Ζώη 'να στείλουμε αυτό το παιδί σ' ένα οικοτροφείο να βγάλει το Δημοτικό'. 

Τότε ήταν γενικός διευθυντής όλων των οικοτροφείων και ορφανοτροφείων της Ελλάδος ο Θεόδωρος Θεοδωρίδης, του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.

Ηπειρώτης. Θεός σχωρέστον. Τελικά συνεννοηθήκαν να με στείλουν στο οικοτροφείο Κερκύρας

Πήγα λοιπόν στο οικοτροφείο, στο Αχίλλειο Ίδρυμα, και έβγαλα το Δημοτικό. Εκεί έκανα πρόσκοπος και τραγουδούσα στις εκδηλώσεις. Πήρα αρχές ωραίες από τον προσκοπισμό. Ούτε ξέρω πώς έγινα πρόσκοπος να λέω την αλήθεια. 

Πιστεύω πολύ στο Θεό και για την Παναγία τη Μεγαλόχαρη πεθαίνω. Όταν λέω πιστεύω, δεν εννοώ ότι πηγαίνω συχνά στην εκκλησία. Προσπαθώ να είμαι καλός άνθρωπος. Πιστεύω ότι σ' όλη μου την πορεία είχα μεγάλη βοήθεια από το Θεό. 


Hpeiros.gr:Και μόλις τελειώσατε το οικοτροφείο που πήγατε;

Aλ. Κιτσάκης: Φεύγω, λοιπόν, από την Κέρκυρα και με στέλνουν, το Σεπτέμβριο του 1949, στη μέση Γεωπονική Σχολή Πατρών («Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο»). Έκανα τρία χρόνια εκεί. Εκεί στο Σκαγιοπούλειο με ακούσανε να τραγουδάω. Είχα έναν Παντελή Μαγγίνα καθηγητή. Ήταν σπουδαίος ψάλτης αυτός. Και ο διευθυντής της Σχολής, Τζάνης λεγότανε. Εκεί ήταν και ένας σπουδαίος καθηγητής από τα Τζουμέρκα, ο Τοπάλης Ευάγγελος.

Αυτοί οι άνθρωποι με βοηθήσανε πάρα πολύ στο ορφανοτροφείο. Με προσέχανε. Είχαμε και εργασίες, σκάβαμε, αλλά αυτοί δεν με έστελναν σε τέτοιες αγγαρείες για να μην κουράζομαι. Ειδικά ο Τοπάλης με πρόσεχε πάρα πολύ.

Ο Μαγγίνας, επειδή είχαμε μια εκκλησία μέσα, με έβαζε κάθε Κυριακή και έψελνα τον Απόστολο. Και ερχόταν κόσμος απ' έξω για να ακούσει το παιδάκι που έψελνε τον Απόστολο στο Σκαγιοπούλειο. Έψελνα εγώ, που λέτε, τρελαινόταν ο κόσμος.

Τι έκαναν λοιπόν: Με στέλνουν στο Ωδείο Πατρών. Πήγα στο Ωδείο τότε. Και τραγούδαγα στην «ώρα του αγρότη», είχε μια εκπομπή τότε ο Μαγγίνας στο ραδιόφωνο και με έβαζε και τραγούδαγα στην εκπομπή του. Χάλαγε ο κόσμος, όλη η Πάτρα με άκουγε. 'Ποιο παιδάκι τραγουδάει λέγανε' και ανοίγανε το ράδιο για να με ακούνε να τραγουδάω. Τρελάθηκε όλη η Πάτρα τότε. 


Hpeiros.gr: Πότε φύγατε από την Πάτρα;

Aλ. Κιτσάκης: Όταν, λοιπόν, τελείωσα με το καλό το 'Σκαγιοπούλειο' πήγα στην Αθήνα. Και από εδώ αρχίζει η ιστορία η μεγάλη παιδάκι μου. Αρχίζει ο Γολγοθάς της ζωής... 


Για να μαθαίνετε όλα όσα συμβαίνουν στην Ήπειρο κάντε Like ΕΔΩ
Μεγάλο αφιέρωμα στη ζωή του Αλέκου Κιτσάκη Reviewed by ΠΑΤΑΤΟΥΚΟΣ ΠΑΡΓΑ on Τετάρτη, Φεβρουαρίου 04, 2015 Rating: 5 Ο  Αλέκος Κιτσάκης ,το  "αηδόνι της Ηπείρου",  είναι ένας ζωντανός θρύλος του Δημοτικού τραγουδιού και δη του Ηπειρώτικου. Το ...

Ετικετες

[ΝΕΑ ΗΠΕΙΡΟΥ][carousel1]

Δεν υπάρχουν σχόλια: