ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας.
Η αγάπη και η λατρεία που είχα, από μικρό παιδί, στους ήρωες της προεπανάστασης και της επανάστασης του 1821, έγινε αγάπη και θαυμασμός για τους μετέπειτα ήρωες. Αυτοί σφάχτηκαν, κρεμάστηκαν, γδάρθηκαν, ταπεινώθηκαν..., για να κερδίσουμε εμείς σήμερα τον τόπο τούτο ελεύθερο, χωρίς σκλαβιά.
Αυτός ο μικρός λαός της γης, έδειξε την ανδρεία του σε όλες τις εποχές.
Αντικατέστησε το δόρυ με το καριοφίλι ή το σύγχρονο όπλο και βροντοφώναξε προς όλους τους λαούς της γης, "η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει".
Σα φόρο τιμής, αγάπης και πίστης, στους ανώνυμους και επώνυμους ήρωές μας, έφτιαξα τούτο το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας με κέρινα ομοιώματα, στο χωριό Μπιζάνι Ιωαννίνων.
Θέλω να κάνω Ιστορική Αγωγή, μνήμη Ιερή όλων των ηρωικών μορφών και γεγονότων που έζησαν μέσα μου.
Οι συνθέσεις είναι όλες δικές μου. Δούλεψα, όχι μόνο με βάση τη βιβλιογραφία που συγκέντρωσα (για ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία), αλλά και τις πληροφορίες -στοιχεία- που πήρα από τα μέρη που περπάτησα, γνώρισα, φωτογράφησα και σχεδίασα επί χρόνια.
Ευχαριστώ όλους τους Έλληνες και ξένους συγγραφείς, που στάθηκαν με τις πηγές τους πολύτιμοι οδηγοί μου, στο δρόμο της δημιουργίας τούτου του έργου, αλλά και στο γράψιμο του βιβλίου που έχετε στα χέρια σας σήμερα.
Επίσης, ένα μεγάλο ευχαριστώ, οφείλω στους καθηγητές και δασκάλους μου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, για τις γνώσεις που μου έδωσαν, στα θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα. Γνώσεις που τόσο πολύ με βοήθησαν για τη δημιουργία τούτου του έργο.
Η αγάπη και η λατρεία που είχα, από μικρό παιδί, στους ήρωες της προεπανάστασης και της επανάστασης του 1821, έγινε αγάπη και θαυμασμός για τους μετέπειτα ήρωες. Αυτοί σφάχτηκαν, κρεμάστηκαν, γδάρθηκαν, ταπεινώθηκαν..., για να κερδίσουμε εμείς σήμερα τον τόπο τούτο ελεύθερο, χωρίς σκλαβιά.
Αυτός ο μικρός λαός της γης, έδειξε την ανδρεία του σε όλες τις εποχές.
Αντικατέστησε το δόρυ με το καριοφίλι ή το σύγχρονο όπλο και βροντοφώναξε προς όλους τους λαούς της γης, "η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει".
Σα φόρο τιμής, αγάπης και πίστης, στους ανώνυμους και επώνυμους ήρωές μας, έφτιαξα τούτο το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας με κέρινα ομοιώματα, στο χωριό Μπιζάνι Ιωαννίνων.
Θέλω να κάνω Ιστορική Αγωγή, μνήμη Ιερή όλων των ηρωικών μορφών και γεγονότων που έζησαν μέσα μου.
Οι συνθέσεις είναι όλες δικές μου. Δούλεψα, όχι μόνο με βάση τη βιβλιογραφία που συγκέντρωσα (για ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία), αλλά και τις πληροφορίες -στοιχεία- που πήρα από τα μέρη που περπάτησα, γνώρισα, φωτογράφησα και σχεδίασα επί χρόνια.
Ευχαριστώ όλους τους Έλληνες και ξένους συγγραφείς, που στάθηκαν με τις πηγές τους πολύτιμοι οδηγοί μου, στο δρόμο της δημιουργίας τούτου του έργου, αλλά και στο γράψιμο του βιβλίου που έχετε στα χέρια σας σήμερα.
Επίσης, ένα μεγάλο ευχαριστώ, οφείλω στους καθηγητές και δασκάλους μου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, για τις γνώσεις που μου έδωσαν, στα θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα. Γνώσεις που τόσο πολύ με βοήθησαν για τη δημιουργία τούτου του έργο.
Παύλος Παν. ΒρέλληςΜπιζάνι, χειμώνας 1994/5
Μουσείο Παύλου Βρέλλη
Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας – Κέρινα Ομοιώματα
Γεγονότα, ιστορικά πρόσωπα και σημεία αναφοράς της Ελλάδας αναδεικνύονται μέσα από τις 36 συνθέσεις, που αποτελούν τα εκθέματα του Μουσείου Ελληνικής Ιστορίας Παύλου Βρέλλη, στο Μπιζάνι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Γιάννενα.
Μέσα σε μια έκταση 17 στρεμμάτων ο καλλιτέχνης Παύλος Βρέλλης οραματίστηκε και πραγματοποίησε ένα όνειρο ζωής: να δώσει ψυχή στην Ελληνική Ιστορία. Με βασικό υλικό το κερί της μέλισσας έπλασε τις μορφές των Αγωνιστών του ’21, ιστορικά γεγονότα όπως η Σφαγή του Αλή Πασά, προσωπικότητες που πρόσφεραν στην Ελλάδα και στην Ελληνική Επανάσταση, όπως οι Δάσκαλοι του Γένους, αλλά και στιγμές που έχουν αποτυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων, όπως το Κρυφό Σχολειό.
Δε λείπουν οι αναφορές στην Αρχαία Ελλάδα με την επιτύμβια στήλη και την αρχαϊκή Κόρη, στο Βυζάντιο με τις αναπαραστάσεις γνωστών ψηφιδωτών, στο Μακεδονικό Αγώνα με την αγέρωχη ηρωική μορφή του Παύλου Μελά, στο Αλβανικό Έπος με τις Γυναίκες της Πίνδου αλλά και σε σύγχρονες στιγμές όπως της θρυλικής Κυράς της Ρω.
Ο επισκέπτης του Μουσείου Βρέλλη πρέπει να γνωρίζει ότι με την είσοδο του θα γνωρίσει μια νέα εμπειρία, η οποία θα τον γεμίσει δέος αλλά πιθανότατα και λίγο φόβο, εξαιτίας της υποβλητικής ατμόσφαιρας που έχει δημιουργηθεί γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό.
Μόλις τα μάτια συνηθίσουν στο ελάχιστο, επιτυχημένα στοχευμένο, φως και αρχίσει η περιήγηση στο εσωτερικό του Μουσείου, που έχει τη μορφή Αστικής Φρουριακής Αρχιτεκτονικής της Ηπείρου του 18ου αι., γίνεται και η πρώτη επαφή με ότι θα ακολουθήσει: πάνω ακριβώς στη στροφή και πίσω από την πρώτη γυάλινη προθήκη ζωντανεύει κυριολεκτικά το Κρυφό Σχολειό. Δύσκολα πιστεύεις ότι πρόκειται για κέρινα ομοιώματα, σχεδόν είσαι έτοιμος να ορκιστείς ότι οι μορφές αναπνέουν και μολονότι σε έχουν αντιληφθεί συνεχίζουν απερίσπαστοι τις ασχολίες τους: ο παπάς διδάσκει και τα Ελληνόπουλα τον ακούν προσεκτικά με το βλέμμα τους προσηλωμένο πάνω του έτοιμα να ρουφήξουν όλη τη γνώση.
Συνεχίζοντας το δρόμο σου κι ενώ η καρδιά σου έχει γαληνέψει από την τόσο όμορφη σκηνή ένα άλλο έκθεμα, αυτό του βασανισμού του εθνομάρτυρα Διονυσίου του Φιλόσοφου (ή Σκυλόσοφου) σε κάνει σχεδόν να αναπηδάς. Καταματωμένος, υπομένοντας καρτερικά την τιμωρία του για το έγκλημα του να επιθυμεί μια ελεύθερη Ελλάδα χωρίς τυράννους κάτω από το άγρυπνο, γεμάτο μίσος, βλέμμα των βασανιστών του, σχεδόν σε προτρέπει να τον βοηθήσεις. Η ρεαλιστικότατη σκηνή του βασανισμού σου γεννά ανάμικτα συναισθήματα ευγνωμοσύνης και αγανάκτησης αλλά κυρίως δέους καθώς δυσκολεύεσαι να παραμείνεις αμέτοχος μπροστά σε ένα τέτοιο μαρτύριο, να πιστέψεις ότι η στιγμή έχει παγώσει στο χρόνο και οι φιγούρες θα παραμείνουν ακίνητες ακόμα και όταν γυρίσεις την πλάτη σου και φύγεις.
Μέσα σ’ ένα περιβάλλον που μοιάζει απόλυτα φυσικό, που το τζάμι που σε χωρίζει απ’ αυτό φαντάζει σχεδόν αφύσικο, στέκονται αγέρωχα μορφές που σημάδεψαν την προεπαναστατική αλλά και επαναστατημένη Ελλάδα, όπως η φιγούρα του Γέρου του Μοριά, του αρχιστράτηγου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, σκεφτικού γνωρίζοντας πιθανότατα τις θυσίες που θα υποστεί καθώς θα εκτελεί το καθήκον του.
Πιο πέρα στέκεται ο εθνεγέρτης Ρήγας Βελεστινλής, όταν ακόμη έχει ελπίδες και οραματίζεται την απελευθέρωση των Βαλκανίων από το ζυγό της Υψηλής Πύλης, αρκετά πριν βρει τραγικό θάνατο στα χέρια των εχθρών του.
Σιωπηλά στέκεσαι και μπροστά στην ιστορική στιγμή της ορκωμοσίας των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας, Σκουφά, Ξάνθου και Τσακάλωφ, ενός γεγονότος με ανυπολόγιστες συνέπειες, που έμελλε να αλλάξει το παρόν της σκλαβωμένης Ελλάδας και να της προσφέρει το μέλλον της.
Στη συλλογή του Μουσείου ανήκουν συνολικά 36 εκθέματα:
|
Πληροφορίες:
12ο χλμ Εθνικής Οδού Ιωαννίνων-Αθηνών, Μπιζάνι, Ιωαννίνων
Τ.Θ. 1039 – Γιάννενα 45001
Τηλ. και fax: 26510-92128
12ο χλμ Εθνικής Οδού Ιωαννίνων-Αθηνών, Μπιζάνι, Ιωαννίνων
Τ.Θ. 1039 – Γιάννενα 45001
Τηλ. και fax: 26510-92128
Το εκδοτήριο εισιτηρίων λειτουργεί:
(Χειμερινό ωράριο) 1/10-31/3: 10:00-16:00 - (Θερινό ωράριο) 1/4-30/9: 09:30-17:00
ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΑΥΛΟΥ ΒΡΕΛΛΗ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ
Γεννημένος στα
Γιάννενα στις 25/3/1923, ορφάνεψε σε ηλικία 4 ετών από μητέρα. Εννέα χρόνια
αργότερα χάνεται και ο πατέρας του.
Η θεία του, Σοφία Παραμυθιώτη, αδερφή της μητέρας του, τον μεγαλώνει και τον σπουδάζει. Ο ρόλος της, τόσο σαν παιδαγωγός (δασκάλα η ίδια), όσο και σαν παρουσία με σπουδαία καλλιτεχνική αγωγή, τον επηρεάζει βαθύτατα.
Το έργο της δύσκολο. Όχι μόνο επειδή ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος άφησε έντονα τα σημάδια του, αλλά επειδή ο Παύλος είναι ο πλέον ζωντανός από τους ανιψιούς της. Η καλλιτεχνική του πλευρά, είχε αρχίσει ήδη να διαφαίνεται από την παιδική του ηλικία, όταν είχε ζωγραφίσει ή σμιλέψει σε ξύλο ή πέτρα, αγαπημένους του ήρωες. Η άλλη του πλευρά όμως ήταν αυτή που στάθηκε η αιτία να προχωρήσει μπροστά στη ζωή. Ο ζωντανός του χαρακτήρας και η αγάπη του για δράση και ανακαλύψεις, τον κράτησε ζωντανό πνευματικά, όταν -έφηβο πια- τον συνέλαβαν οι Γερμανοί κατά την περίοδο της κατοχής, χρησιμοποιώντας τον μαζί με άλλα παιδιά για να καθαρίζει απομεινάρια πολεμικού υλικού, που δεν είχε εκραγεί...
Έχοντας ζήσει σα μελλοθάνατος, σκάλιζε στη φυλακή απλά αντικείμενα σε ξύλο, περίμενε τις τελευταίες του στιγμές, είδε φίλους να χάνονται για πάντα, αποτύπωνε μορφές συγκρατούμενων του, με διαφορετική πια ενόραση. Άρχισε να έχει τις πρώτες του πνευματικές ανησυχίες, οι οποίες τώρα πια δε βασίζονταν απλά σε μια παρόρμηση για εξερεύνηση, αλλά σε μια ανάγκη για έκφραση, μέσα απ' αυτά που ένιωθε ότι τον αντιπροσώπευαν περισσότερο.
Μετά από επιθυμία και προτροπές της θείας του, θα τον δούμε το 1945, να μπαίνει στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία και να αποφοιτά το 1947. Σε ηλικία 23 χρονών (πριν μπει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), καταπιάνεται με τη δημιουργία προτομών.
Προτομές των Γ. Καλούδη, Γ. Λύτρα, Στρατηγού Ρέππα, προηγήθηκαν αυτής του Μητροπολίτη (και αργότερα Αρχιεπίσκοπου) Σπυρίδωνα Βλάχου. Η δουλειά του αυτή, τον σημάδεψε, όχι τόσο με την. Η δουλειά του αυτή, τον σημάδεψε, όχι τόσο με την πορεία της, όσο με το τέλος της. Επαινώντας τον για την προτομή που του ετοίμασε, ο Σπ. Βλάχος του πρόσφερε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για αμοιβή. Το αρνήθηκε, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι: "δε θέλω να αρχίσω την καριέρα μου με χρήματα".
Η θεία του, Σοφία Παραμυθιώτη, αδερφή της μητέρας του, τον μεγαλώνει και τον σπουδάζει. Ο ρόλος της, τόσο σαν παιδαγωγός (δασκάλα η ίδια), όσο και σαν παρουσία με σπουδαία καλλιτεχνική αγωγή, τον επηρεάζει βαθύτατα.
Το έργο της δύσκολο. Όχι μόνο επειδή ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος άφησε έντονα τα σημάδια του, αλλά επειδή ο Παύλος είναι ο πλέον ζωντανός από τους ανιψιούς της. Η καλλιτεχνική του πλευρά, είχε αρχίσει ήδη να διαφαίνεται από την παιδική του ηλικία, όταν είχε ζωγραφίσει ή σμιλέψει σε ξύλο ή πέτρα, αγαπημένους του ήρωες. Η άλλη του πλευρά όμως ήταν αυτή που στάθηκε η αιτία να προχωρήσει μπροστά στη ζωή. Ο ζωντανός του χαρακτήρας και η αγάπη του για δράση και ανακαλύψεις, τον κράτησε ζωντανό πνευματικά, όταν -έφηβο πια- τον συνέλαβαν οι Γερμανοί κατά την περίοδο της κατοχής, χρησιμοποιώντας τον μαζί με άλλα παιδιά για να καθαρίζει απομεινάρια πολεμικού υλικού, που δεν είχε εκραγεί...
Έχοντας ζήσει σα μελλοθάνατος, σκάλιζε στη φυλακή απλά αντικείμενα σε ξύλο, περίμενε τις τελευταίες του στιγμές, είδε φίλους να χάνονται για πάντα, αποτύπωνε μορφές συγκρατούμενων του, με διαφορετική πια ενόραση. Άρχισε να έχει τις πρώτες του πνευματικές ανησυχίες, οι οποίες τώρα πια δε βασίζονταν απλά σε μια παρόρμηση για εξερεύνηση, αλλά σε μια ανάγκη για έκφραση, μέσα απ' αυτά που ένιωθε ότι τον αντιπροσώπευαν περισσότερο.
Μετά από επιθυμία και προτροπές της θείας του, θα τον δούμε το 1945, να μπαίνει στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία και να αποφοιτά το 1947. Σε ηλικία 23 χρονών (πριν μπει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), καταπιάνεται με τη δημιουργία προτομών.
Προτομές των Γ. Καλούδη, Γ. Λύτρα, Στρατηγού Ρέππα, προηγήθηκαν αυτής του Μητροπολίτη (και αργότερα Αρχιεπίσκοπου) Σπυρίδωνα Βλάχου. Η δουλειά του αυτή, τον σημάδεψε, όχι τόσο με την. Η δουλειά του αυτή, τον σημάδεψε, όχι τόσο με την πορεία της, όσο με το τέλος της. Επαινώντας τον για την προτομή που του ετοίμασε, ο Σπ. Βλάχος του πρόσφερε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για αμοιβή. Το αρνήθηκε, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι: "δε θέλω να αρχίσω την καριέρα μου με χρήματα".
Έτσι
απέκτησε μικρή πείρα σε προτομές, με τις λίγες γνώσεις ανατομίας και
οστεολογίας, που έγιναν κτήμα του ύστερα από πολλούς κόπους. Εκείνα τα χρόνια,
ασχολήθηκε πολύ με χαρακτική, κυρίως σε όρθιο και πλάγιο ξύλο, με εργαλεία που
κατασκεύασε ο ίδιος. Έργα του με τεχνική λινόλεουμ, δημοσιεύτηκαν τότε σε
τοπικές εφημερίδες.
Η παρατηρητικότητά του και η αγάπη για το αντικείμενο αυτό, καθώς και η πίστη του στην Τέχνη και τη Ζωή, ήταν οι κινητήριες δυνάμεις του. Έτσι, μετά από επιθυμία του ίδιου, τον βρίσκουμε σπουδαστή της Α.Σ.Κ.Τ., το 1949. Δυστυχώς όμως, η θητεία του στο στρατό την περίοδο του εμφύλιου πολέμου, όχι μόνο τον σημαδεύει ψυχικά, αλλά τον φέρνει πίσω σε όλη την πορεία, που είχε αρχίσει με τόσο κόπο να χαράζει.
Σαν καλλιτέχνης-δημιουργός, αρχίζει να εξερευνεί διάφορα μονοπάτια. Δημιουργεί με πρώτη ύλη πηλό και πατίνες δικές του, φρούτα που δεν απέχουν σχεδόν καθόλου σε εμφάνιση από τα φυσικά, σκιτσάρει οτιδήποτε τον ενδιαφέρει, δοκιμάζεται στη Ζωγραφική και τη Χαρακτική, παίρνοντας εγκωμιαστικές κριτικές από καθηγητές της Α.Σ.Κ.Τ., που ήθελαν να τον κρατήσουν στις Τάξεις τους.
Παράλληλα με το τέλος της θητείας του και τη συνέχιση των μαθημάτων, αθλείται στο γυμναστήριο του Φωκιανού και συμμετέχει ενεργά (και μάλιστα με διακρίσεις και πρωτιές), ως αθλητής στο άλμα επί κοντώ ("Άκτια"/1950, "Δωδωναία"/1950). Και δε σταματά τις αναζητήσεις του στην Τέχνη που διάλεξε και στον αθλητισμό που αγαπούσε. Επίσης, παρακολουθεί μαθήματα Βυζαντινής μουσικής και ορθοφωνίας.
Κάποιες από τις δραστηριότητες αυτές, πρέπει να διακοπούν, διότι τα μαθήματα της Α.Σ.Κ.Τ. γίνονται όλο και πιο απαιτητικά. Ο ίδιος, αργότερα, θα θεωρήσει τη διακοπή αυτή ευεργετική, μιας που η αφοσίωσή του, τον βοήθησε να τελειοποιήσει την Τέχνη του.
Διδάχθηκε Καλλιτεχνική Ανατομία από τον Αποστολάκη (πάνω σε πτώματα, όπως και οι φοιτητές της Ιατρικής) και όπως μας λέει, αυτή η γνώση αποτέλεσε την "ορθογραφία της δουλειάς του". Διδάχθηκε Ιστορία της Τέχνης από τον Παντελή Πρεβελάκη, ο οποίος ήταν και ο φορέας της πρότασης που του έκανε ο σπουδαίος Άγγλος γλύπτης Henry Moore, να γίνει επιμελητής του. Η απάντηση ήταν ότι, αφού "κάτω από μεγάλο δέντρο δε φυτρώνει τίποτε", θα ήθελε να γίνει αυτόνομη μονάδα και να αποτελέσει ο ίδιος, με το έργο του, σημείο αναφοράς.
Η παρατηρητικότητά του και η αγάπη για το αντικείμενο αυτό, καθώς και η πίστη του στην Τέχνη και τη Ζωή, ήταν οι κινητήριες δυνάμεις του. Έτσι, μετά από επιθυμία του ίδιου, τον βρίσκουμε σπουδαστή της Α.Σ.Κ.Τ., το 1949. Δυστυχώς όμως, η θητεία του στο στρατό την περίοδο του εμφύλιου πολέμου, όχι μόνο τον σημαδεύει ψυχικά, αλλά τον φέρνει πίσω σε όλη την πορεία, που είχε αρχίσει με τόσο κόπο να χαράζει.
Σαν καλλιτέχνης-δημιουργός, αρχίζει να εξερευνεί διάφορα μονοπάτια. Δημιουργεί με πρώτη ύλη πηλό και πατίνες δικές του, φρούτα που δεν απέχουν σχεδόν καθόλου σε εμφάνιση από τα φυσικά, σκιτσάρει οτιδήποτε τον ενδιαφέρει, δοκιμάζεται στη Ζωγραφική και τη Χαρακτική, παίρνοντας εγκωμιαστικές κριτικές από καθηγητές της Α.Σ.Κ.Τ., που ήθελαν να τον κρατήσουν στις Τάξεις τους.
Παράλληλα με το τέλος της θητείας του και τη συνέχιση των μαθημάτων, αθλείται στο γυμναστήριο του Φωκιανού και συμμετέχει ενεργά (και μάλιστα με διακρίσεις και πρωτιές), ως αθλητής στο άλμα επί κοντώ ("Άκτια"/1950, "Δωδωναία"/1950). Και δε σταματά τις αναζητήσεις του στην Τέχνη που διάλεξε και στον αθλητισμό που αγαπούσε. Επίσης, παρακολουθεί μαθήματα Βυζαντινής μουσικής και ορθοφωνίας.
Κάποιες από τις δραστηριότητες αυτές, πρέπει να διακοπούν, διότι τα μαθήματα της Α.Σ.Κ.Τ. γίνονται όλο και πιο απαιτητικά. Ο ίδιος, αργότερα, θα θεωρήσει τη διακοπή αυτή ευεργετική, μιας που η αφοσίωσή του, τον βοήθησε να τελειοποιήσει την Τέχνη του.
Διδάχθηκε Καλλιτεχνική Ανατομία από τον Αποστολάκη (πάνω σε πτώματα, όπως και οι φοιτητές της Ιατρικής) και όπως μας λέει, αυτή η γνώση αποτέλεσε την "ορθογραφία της δουλειάς του". Διδάχθηκε Ιστορία της Τέχνης από τον Παντελή Πρεβελάκη, ο οποίος ήταν και ο φορέας της πρότασης που του έκανε ο σπουδαίος Άγγλος γλύπτης Henry Moore, να γίνει επιμελητής του. Η απάντηση ήταν ότι, αφού "κάτω από μεγάλο δέντρο δε φυτρώνει τίποτε", θα ήθελε να γίνει αυτόνομη μονάδα και να αποτελέσει ο ίδιος, με το έργο του, σημείο αναφοράς.
Στα δικά του εδάφια της γλυπτικής, καθηγητής του ήταν
ο Μιχάλης Τόμπρος. Ο ίδιος, τον κατονόμασε ως τον καλύτερο πορτρετίστα μαθητή
του. Μακάρι και διάφορα άλλα πρόσωπα, κυρίως Ηπειρώτες, των οποίων τις προτομές
φιλοτέχνησε, να είχαν την ίδια αντίληψη για την Τέχνη που υπηρετούσε. Όχι μόνο
δεν τον βοήθησαν, αλλά και δεν τον πλήρωσαν, ούτε καν για τα
υλικά και τα χυτήρια! Ίσως να έφταιγε το γεγονός, ότι ήταν ρεαλιστής και στη
Ζωή και στην Τέχνη του κι έτσι οποιαδήποτε προσποιητή ωραιοπάθεια, δεν είχε
θέση στις δημιουργίες του.
Το 1954, αποφοιτά από τη Σχολή του με Θεωρητικό και Πρακτικό Πτυχίο. Είναι, τώρα πια, ο πρώτος Ηπειρώτης που κατάφερε να περάσει στη Σχολή αυτή και ο πρώτος Ηπειρώτης που αποφοιτεί απ' αυτή, με τέτοια εφόδια.
Δε σταματά εκεί τις σπουδές του. Με υποτροφία, παρακολουθεί μαθήματα Τέχνης & Τεχνικής της Χαλκογλυπτικής στη Φλωρεντία (όπου εργάζεται για σύντομο χρονικό διάστημα) και Ψηφοθεσίας στη Ραβέννα.
Η αγάπη του για τη γλυπτική και τη ζωγραφική, ποτέ δεν τον αποδυνάμωσε απ' το να αναζητά οτιδήποτε θα μπορούσε να την αναγάγει σε κάτι ανώτερο. Ούτως ή άλλως, ο ίδιος πάντα πίστευε ότι το καλύτερο είναι "εχθρός" του καλού. Οι αρμονικές χαράξεις και η Κυβερνητική επιστήμη και σα θεωρία και σαν τρόπος θεώρησης για πρακτικές εφαρμογές, ήταν το επίκεντρο της παράλληλης αυτής μελέτης του, επί χρόνια. Προσπαθεί επίσης, να μη βρίσκεται μακριά από τις εξελίξεις της εποχής του. Ταξιδεύει συχνά στο εξωτερικό, προσπαθώντας να παρακολουθεί καινούριες εκθέσεις ή να επισκέπτεται Μουσεία, των οποίων τα εκθέματα θεωρεί σημαντικά.
Το 1954, αποφοιτά από τη Σχολή του με Θεωρητικό και Πρακτικό Πτυχίο. Είναι, τώρα πια, ο πρώτος Ηπειρώτης που κατάφερε να περάσει στη Σχολή αυτή και ο πρώτος Ηπειρώτης που αποφοιτεί απ' αυτή, με τέτοια εφόδια.
Δε σταματά εκεί τις σπουδές του. Με υποτροφία, παρακολουθεί μαθήματα Τέχνης & Τεχνικής της Χαλκογλυπτικής στη Φλωρεντία (όπου εργάζεται για σύντομο χρονικό διάστημα) και Ψηφοθεσίας στη Ραβέννα.
Η αγάπη του για τη γλυπτική και τη ζωγραφική, ποτέ δεν τον αποδυνάμωσε απ' το να αναζητά οτιδήποτε θα μπορούσε να την αναγάγει σε κάτι ανώτερο. Ούτως ή άλλως, ο ίδιος πάντα πίστευε ότι το καλύτερο είναι "εχθρός" του καλού. Οι αρμονικές χαράξεις και η Κυβερνητική επιστήμη και σα θεωρία και σαν τρόπος θεώρησης για πρακτικές εφαρμογές, ήταν το επίκεντρο της παράλληλης αυτής μελέτης του, επί χρόνια. Προσπαθεί επίσης, να μη βρίσκεται μακριά από τις εξελίξεις της εποχής του. Ταξιδεύει συχνά στο εξωτερικό, προσπαθώντας να παρακολουθεί καινούριες εκθέσεις ή να επισκέπτεται Μουσεία, των οποίων τα εκθέματα θεωρεί σημαντικά.
Από τις πιο σπουδαίες εμπειρίες του, ήταν η
ανάθεση της συντήρησης τμημάτων του Μουσείου Ακροπόλεως από τον Ιερό Βράχο,
κάτι που τον τιμά ιδιαίτερα και τον συγκινεί ακόμη και σήμερα. Ο ίδιος δούλεψε,
μετέπειτα, για 3 περίπου χρόνια και στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Κατά την περίοδο
αυτή, απέκτησε δυο αναγνωρισμένα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Τα χρησιμοποίησε για
να υλοποιήσει τη δημιουργία τμήματος αναπαραγωγής Κλασικών Αρχαιοτήτων του
Μουσείου. Τη δημιουργία του την εισηγήθηκε ο ίδιος. Ανέλαβε επίσης και τη
θεμελίωσή του.
Οι προβληματισμοί του για το σύστημα εκπαίδευσης, τον οδηγούν στο να καταρτίσει και να εισηγηθεί καινούργια προγράμματα μαθημάτων, με συγκεκριμένη παιδαγωγική μέθοδο. Εφαρμόζονται πρώτα στο Τζάνειο Πειραματικό Γυμνάσιο του Πειραιά, όπου δίδαξε επί χρόνια με επιτυχία. Ενδεικτικό της παρουσίας του αυτής, είναι οι ξεναγήσεις που έκανε στους μαθητές σε Αρχαιολογικούς χώρους (Βράχος Ακρόπολης, Αρχαιολογικό Μουσείο, Κεραμεικός), θεωρώντας ότι αποτελούν οργανικό [άρα και αναπόσπαστο] κομμάτι της παιδείας που θα πρέπει να δίνεται. Σαν ξεναγός, ταξίδεψε και χάρηκε παρουσιάσεις τόπων, όπως η Αρχαία Ολυμπία, οι Δελφοί, ο Μιστράς, η Κωνσταντινούπολη, η Αρχαία Δωδώνη, το Νεκρομαντείο της Νικόπολης, τα μοναστήρια του Νησιού των Ιωαννίνων,...
Παντρεύεται την (εδώ και χρόνια αγαπημένη του) Μαρία Γιαννίση το 1962 και μεταφέρει τη ζωή και τις δραστηριότητές του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Η ζωή για ένα γλύπτη στην επαρχία, είναι πιο σκληρή απ' ότι περιμένει. Μπορεί αρκετά έργα του να βρίσκονται τοποθετημένα σήμερα σ' όλη την Ήπειρο, όμως αυτά είναι κυρίως προτομές ή Ηρώα. Οι δημιουργίες ενός ανθρώπου που ασχολείται με έργα πρωτοποριακής σύλληψης και σύγχρονου χαρακτήρα.... δεν ευδοκιμούν στο "Ηπειρωτικό" κλίμα. Παρ' όλα αυτά, συνεχίζει να παίρνει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις γλυπτικής στην Ελλάδα. Περιοδεύει επίσης σε όλη την Ήπειρο, για να δώσει διαλέξεις, αλλά και για να μελετήσει από κοντά την Ηπειρώτικη Λαϊκή Τέχνη, όπως είχε κάνει και παλιότερα.
Οι προβληματισμοί του για το σύστημα εκπαίδευσης, τον οδηγούν στο να καταρτίσει και να εισηγηθεί καινούργια προγράμματα μαθημάτων, με συγκεκριμένη παιδαγωγική μέθοδο. Εφαρμόζονται πρώτα στο Τζάνειο Πειραματικό Γυμνάσιο του Πειραιά, όπου δίδαξε επί χρόνια με επιτυχία. Ενδεικτικό της παρουσίας του αυτής, είναι οι ξεναγήσεις που έκανε στους μαθητές σε Αρχαιολογικούς χώρους (Βράχος Ακρόπολης, Αρχαιολογικό Μουσείο, Κεραμεικός), θεωρώντας ότι αποτελούν οργανικό [άρα και αναπόσπαστο] κομμάτι της παιδείας που θα πρέπει να δίνεται. Σαν ξεναγός, ταξίδεψε και χάρηκε παρουσιάσεις τόπων, όπως η Αρχαία Ολυμπία, οι Δελφοί, ο Μιστράς, η Κωνσταντινούπολη, η Αρχαία Δωδώνη, το Νεκρομαντείο της Νικόπολης, τα μοναστήρια του Νησιού των Ιωαννίνων,...
Παντρεύεται την (εδώ και χρόνια αγαπημένη του) Μαρία Γιαννίση το 1962 και μεταφέρει τη ζωή και τις δραστηριότητές του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Η ζωή για ένα γλύπτη στην επαρχία, είναι πιο σκληρή απ' ότι περιμένει. Μπορεί αρκετά έργα του να βρίσκονται τοποθετημένα σήμερα σ' όλη την Ήπειρο, όμως αυτά είναι κυρίως προτομές ή Ηρώα. Οι δημιουργίες ενός ανθρώπου που ασχολείται με έργα πρωτοποριακής σύλληψης και σύγχρονου χαρακτήρα.... δεν ευδοκιμούν στο "Ηπειρωτικό" κλίμα. Παρ' όλα αυτά, συνεχίζει να παίρνει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις γλυπτικής στην Ελλάδα. Περιοδεύει επίσης σε όλη την Ήπειρο, για να δώσει διαλέξεις, αλλά και για να μελετήσει από κοντά την Ηπειρώτικη Λαϊκή Τέχνη, όπως είχε κάνει και παλιότερα.
Εργάζεται όμως, κυρίως, σαν καθηγητής Τεχνικών σε
Γυμνάσια και Λύκεια. Ανακαλύπτει τις αδυναμίες του συστήματος της εκπαίδευσης
και προετοιμάζει κατάλληλα, με τα μαθήματά του αυτά, μελλοντικούς υποψήφιους
Αρχιτεκτονικής. Μιας που δεν υπάρχει ανάλογος κύκλος μαθημάτων για υποψήφιους
Α.Σ.Κ.Τ., ιδρύει δική του σχολή (την οποία και διατηρεί για αρκετά χρόνια),
δίνοντας απαραίτητα εφόδια, όχι μόνο με μαθήματα όπως γραμμικό και ελεύθερο
σχέδιο που διδάσκει, αλλά και με τη γενικότερη καλλιτεχνική αγωγή του. Αποκτά
δυο παιδιά, τον Κωνσταντίνο (1966) και την Άννα (1970).
Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων τον αποσπά για 7 χρόνια, προκειμένου να παραδώσει μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης (και ειδικότερα, Σύγχρονα Ρεύματα Τέχνης). Μέσα από αρκετές γνωριμίες του με άλλους καθηγητές, τολμά να προκαλέσει με τη στάση του, κάποιους ανθρώπους που πίστευαν στη θεωρητική και μόνο προσέγγιση μαθημάτων. Ιδιαίτερα στο θέμα της Ιστορίας, δείχνει μια εξαιρετική ευαισθησία, μιας που τη θεωρεί πάντα ζωντανή μέσα σε όλους και πάντα απαραίτητη για όλους.
Το 1975, σαν πείραμα μιας κατάστασης που θα βοηθά τον "διδάσκοντα" να παρουσιάσει με μοναδικό τρόπο το ιστορικό θέμα που επιθυμεί, διάλεξε να εκθέσει το πρώτο θέμα που δημιούργησε, το "Κρυφό Σχολειό". Μεταμόρφωσε ένα χώρο, έτσι ώστε ο επισκέπτης να γίνεται υποκείμενο του (άρα και της ιστορίας που αναπαριστά). Τον ζωντάνεψε δημιουργώντας ανθρώπινες μορφές από κερί, οι οποίες έχουν και το ρόλο των πρωταγωνιστών. Πρώτα είχε προηγηθεί η δουλειά ενός γλύπτη, εφοδιασμένου με κλασική παιδεία, που δουλεύει το μοντέλο του πρώτα σε πηλό, δημιουργεί εκμαγείο από γύψο και χυτεύει, τέλος, το κερί. Προσφέροντας στο έργο μια ολοκλήρωση με όλα τα πνευματικά εφόδια που είχε αποκομίσει έως τώρα, δημιούργησε κάτι που ενθουσίασε, πρώτα, τον κύκλο των ανθρώπων για τον οποίο δημιουργήθηκε. Ύστερα όλη την Ελλάδα. 8.000.000 περίπου επισκέπτες πέρασαν απ' το Μουσείο αυτό.
Συνεχίζει να γράφει ποίηση (κάτι που έκανε από νεαρή ηλικία, αλλά επειδή ο ίδιος έκρινε αυστηρά τον εαυτό του δε δημοσίευσε ποτέ τίποτε). Τα τρία πρώτα του βιβλία αυτής της περιόδου, είναι: "Θύμησες" / 1969, "Φόρμες" / 1972, "Σίδερα, Πέτρες και Λουλούδια" / 1975.
Το 1981, έχει ήδη προσθέσει και άλλα θέματα-αίθουσες. Και έχει σχέδια για πολύ περισσότερα έργα, αλλά δε μπορεί να πραγματώσει τίποτε σε τόσο μικρό χώρο.
Κυκλοφορεί τις δυο επόμενες ποιητικές του συλλογές: "Ήταν και Είναι" & "Λαμαρίνες και Παράνομοι" / 1982. Παράλληλα, έχοντας συνταξιοδοτηθεί με το βαθμό του Γυμνασιάρχη, αποφασίζει να ασχοληθεί μόνο με το έργο του.
Το 1983 (60 χρονών τότε), αγοράζει με το εφ' άπαξ του ένα χώρο 17 στρεμμάτων, στο χωριό Μπιζάνι. Χάραξε δρόμους και πλατείες. Διαμόρφωσε τον εξωτερικό χώρο ώστε να μη δημιουργεί "οπτική μόλυνση" στο περιβάλλον. Τον πλούτισε φυτεύοντας πάμπολλα δέντρα. Τέλος, έδωσε ο ίδιος μορφή αστικής φρουριακής αρχιτεκτονικής της ενδοχώρας της Ηπείρου κατά τον 18ο αιώνα, στο κτίριο που θα στέγαζε το καινούριο του Μουσείο, με απόλυτο σεβασμό στην παράδοση.
Στο ίδιο το κυρίως κτίριο, διαιρεί το εσωτερικό με ανάλογα επίπεδα (παράλληλα, συνάλληλα, διάλληλα) και δημιουργεί έτσι ένα χώρο απολύτως μοναδικό. Αποδεσμευμένος από τις γνωστές "αίθουσες-βιτρίνες", διαμορφώνει τον εσωτερικό αυτό χώρο, προσπαθώντας να φτιάξει ποικίλα σκηνικά, που θα ενσωματώνουν τα ομοιώματά του. Όλα τους, παρμένα απ' την Ελληνική Ιστορία. Στο δύσκολο αυτό έργο στάθηκαν πάντα δίπλα του παλιοί φίλοι και μαθητές του και ο Σύλλογος "Φίλοι του Μουσείου Παύλου Βρέλλη". Σημαντικότατη και η προσφορά του κράτους στα τελειώματα του Μουσείου, όταν η Μελίνα Μερκούρη (Υπουργός Πολιτισμού) και ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος (Υπουργός Οικονομικών), βοήθησαν το έργο του, υποστηρίζοντάς τον και ηθικά και οικονομικά.
Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων τον αποσπά για 7 χρόνια, προκειμένου να παραδώσει μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης (και ειδικότερα, Σύγχρονα Ρεύματα Τέχνης). Μέσα από αρκετές γνωριμίες του με άλλους καθηγητές, τολμά να προκαλέσει με τη στάση του, κάποιους ανθρώπους που πίστευαν στη θεωρητική και μόνο προσέγγιση μαθημάτων. Ιδιαίτερα στο θέμα της Ιστορίας, δείχνει μια εξαιρετική ευαισθησία, μιας που τη θεωρεί πάντα ζωντανή μέσα σε όλους και πάντα απαραίτητη για όλους.
Το 1975, σαν πείραμα μιας κατάστασης που θα βοηθά τον "διδάσκοντα" να παρουσιάσει με μοναδικό τρόπο το ιστορικό θέμα που επιθυμεί, διάλεξε να εκθέσει το πρώτο θέμα που δημιούργησε, το "Κρυφό Σχολειό". Μεταμόρφωσε ένα χώρο, έτσι ώστε ο επισκέπτης να γίνεται υποκείμενο του (άρα και της ιστορίας που αναπαριστά). Τον ζωντάνεψε δημιουργώντας ανθρώπινες μορφές από κερί, οι οποίες έχουν και το ρόλο των πρωταγωνιστών. Πρώτα είχε προηγηθεί η δουλειά ενός γλύπτη, εφοδιασμένου με κλασική παιδεία, που δουλεύει το μοντέλο του πρώτα σε πηλό, δημιουργεί εκμαγείο από γύψο και χυτεύει, τέλος, το κερί. Προσφέροντας στο έργο μια ολοκλήρωση με όλα τα πνευματικά εφόδια που είχε αποκομίσει έως τώρα, δημιούργησε κάτι που ενθουσίασε, πρώτα, τον κύκλο των ανθρώπων για τον οποίο δημιουργήθηκε. Ύστερα όλη την Ελλάδα. 8.000.000 περίπου επισκέπτες πέρασαν απ' το Μουσείο αυτό.
Συνεχίζει να γράφει ποίηση (κάτι που έκανε από νεαρή ηλικία, αλλά επειδή ο ίδιος έκρινε αυστηρά τον εαυτό του δε δημοσίευσε ποτέ τίποτε). Τα τρία πρώτα του βιβλία αυτής της περιόδου, είναι: "Θύμησες" / 1969, "Φόρμες" / 1972, "Σίδερα, Πέτρες και Λουλούδια" / 1975.
Το 1981, έχει ήδη προσθέσει και άλλα θέματα-αίθουσες. Και έχει σχέδια για πολύ περισσότερα έργα, αλλά δε μπορεί να πραγματώσει τίποτε σε τόσο μικρό χώρο.
Κυκλοφορεί τις δυο επόμενες ποιητικές του συλλογές: "Ήταν και Είναι" & "Λαμαρίνες και Παράνομοι" / 1982. Παράλληλα, έχοντας συνταξιοδοτηθεί με το βαθμό του Γυμνασιάρχη, αποφασίζει να ασχοληθεί μόνο με το έργο του.
Το 1983 (60 χρονών τότε), αγοράζει με το εφ' άπαξ του ένα χώρο 17 στρεμμάτων, στο χωριό Μπιζάνι. Χάραξε δρόμους και πλατείες. Διαμόρφωσε τον εξωτερικό χώρο ώστε να μη δημιουργεί "οπτική μόλυνση" στο περιβάλλον. Τον πλούτισε φυτεύοντας πάμπολλα δέντρα. Τέλος, έδωσε ο ίδιος μορφή αστικής φρουριακής αρχιτεκτονικής της ενδοχώρας της Ηπείρου κατά τον 18ο αιώνα, στο κτίριο που θα στέγαζε το καινούριο του Μουσείο, με απόλυτο σεβασμό στην παράδοση.
Στο ίδιο το κυρίως κτίριο, διαιρεί το εσωτερικό με ανάλογα επίπεδα (παράλληλα, συνάλληλα, διάλληλα) και δημιουργεί έτσι ένα χώρο απολύτως μοναδικό. Αποδεσμευμένος από τις γνωστές "αίθουσες-βιτρίνες", διαμορφώνει τον εσωτερικό αυτό χώρο, προσπαθώντας να φτιάξει ποικίλα σκηνικά, που θα ενσωματώνουν τα ομοιώματά του. Όλα τους, παρμένα απ' την Ελληνική Ιστορία. Στο δύσκολο αυτό έργο στάθηκαν πάντα δίπλα του παλιοί φίλοι και μαθητές του και ο Σύλλογος "Φίλοι του Μουσείου Παύλου Βρέλλη". Σημαντικότατη και η προσφορά του κράτους στα τελειώματα του Μουσείου, όταν η Μελίνα Μερκούρη (Υπουργός Πολιτισμού) και ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος (Υπουργός Οικονομικών), βοήθησαν το έργο του, υποστηρίζοντάς τον και ηθικά και οικονομικά.
Το Μουσείο
αυτό αρχίζει να δέχεται επισκέπτες στις 31/7/1995 και τα σχόλια που εισπράττει
ο καλλιτέχνης για το έργο του, τον δικαιώνουν για την προσπάθεια τόσων χρόνων
χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Πίστευε πάντα ότι: "Πλούσιος δεν
είναι αυτός που έχει χρήματα, αλλά αυτός που προσφέρει. Και εγώ είμαι πλούσιος,
γιατί κατάφερα και πρόσφερα στον Έλληνα τούτο το έργο".
Στις 23
Ιουλίου 2010, ο Παύλος Βρέλλης έφυγε από κοντά μας.
Έχει πάρει μέρος στις εξής
ομαδικές εκθέσεις:
Γκαλερί
Τέχνης (Αθήνα 1960 με σχέδια και γλυπτό)
6η
Πανελλήνια Έκθεση (Αθήνα 1960 με σχέδια και γλυπτό)
Πανηπειρωτική
Έκθεση Λαϊκής Τέχνης (Γιάννενα 1962 με σχέδια για εφαρμογή στη λαϊκή τέχνη)
1η
Διετής Έκθεση Γλυπτικής (Αθήνα-Φιλοθέη 1966 με δυο γλυπτικές συνθέσεις)
4η
Έκθεση Πτυχιούχων Α.Σ.Κ.Τ. (Αθήνα 1966 με ζωγραφική)
11η
Πανελλήνια Έκθεση (Αθήνα 1971 με γλυπτό σε ορείχαλκο)
VIIIme Grand Prix International d'
Art Contemporain, de la Principaute de Monaco (1972 με γλυπτική σύνθεση σε ορείχαλκο και φιγούρα σε
ασήμι)
12η Πανελλήνια Έκθεση
(Αθήνα 1973 με κινητική γλυπτική και σύνθεση σε ορείχαλκο)
13η Πανελλήνια Έκθεση (Αθήνα 1975 με κινητική γλυπτική σε
ορείχαλκο)
Επίσης
έχει στο ενεργητικό του μια ατομική έκθεση στην King's Gallery (Λονδίνο 1972),
με κινητική γλυπτική, φιγούρες σε ασήμι & ορείχαλκο και σχέδια.
Για το έργο του, βραβεύτηκε από:
Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας (1981)
Ιστορική
και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδας (1982)
Φυσιολατρικό
Σύνδεσμο Πατρών (1984)
Μητρόπολη
Πατρών (1984)
Τοπική
Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων (1991)
Δήμο
Ιωαννιτών (1992)
Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων (1992)
Ροταριανός
Όμιλος Ιωαννίνων (1993)
Σύλλογο
Ιωαννιτών " Άγιος Γεώργιος " (1992)
VIII
Μεραρχία (1993)
Αναπτυξιακός
Σύνδεσμος Ενότητας Ιωαννίνων (1993)
Σύλλογος
Δασκάλων Ν. Ιωαννίνων (1996)
Ένωση
Αξιωματικών Αστυνομίας Ηπείρου (2000)
Ο.Τ.Ο.Ε.
(2001)
Τ.Ε.Ι.
Αρτας (2001)
Πολεμική
Αεροπορία [συνοδεύτηκε από χρηματική αρωγή 5.000 ευρώ προς το Μουσείο] (2004)
Εταιρεία
Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου (2008).
Δεν υπάρχουν σχόλια: