Ο άνθρωπος προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, από την πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησε τη θνητότητα του.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο θάνατος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι καθημερινά ολόγυρά μας και συνεχώς προσπαθούμε, έστω ασυνείδητα, να βρούμε απαντήσεις και να τον αποδεχτούμε.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και η κάθε θρησκεία στηρίζει όλη τη διδασκαλία της πάνω σε αυτό το πρωταρχικό ερώτημα: «Τι συμβαίνει μετά το θάνατο;» Οι απαντήσεις που δίνονται είναι πολλές και μάλλον δεν θα μπορέσουμε ποτέ να πούμε με βεβαιότητα ποια απ’ όλες ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
Όσον αφορά στο χριστιανισμό – τη θρησκεία με την οποία θα ασχοληθούμε στο παρόν κείμενο – η μετά θάνατον ζωή αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, ενώ το ερώτημα που ουσιαστικά τίθεται είναι σε ποια πλευρά θα καταλήξει κανείς: στον Παράδεισο ή στην Κόλαση;
Σύμφωνα με το χριστιανικό δόγμα οι άνθρωποι θα κριθούν μετά θάνατον και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της Δευτέρας Παρουσίας, ανάλογα με τα όσα έπραξαν όσο ζούσαν. Κάθε κανόνας όμως έχει και τις εξαιρέσεις του. Κάποιοι άνθρωποι, λοιπόν, που έζησαν ενάρετα και χριστιανικά τη ζωή τους ενδέχεται να δεχτούν τη Θεία Χάρη αμέσως μετά το φυσικό τους θάνατο μέσω της αφθαρσίας του σώματός τους.
Σύμφωνα με τη Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία η αφθαρσία του νεκρού σώματος διαφέρει από τη μουμιοποίηση (διαδικασία κατά την οποία ένα πτώμα γίνεται μούμια με ειδική επεξεργασία, ως ταφικό έθιμο που εφαρμοζόταν μεταξύ άλλων στους αρχαίους Αιγυπτίους).
Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά ενός άφθαρτου σώματος και βασική προϋπόθεση τουλάχιστον στην Ορθόδοξη Εκκλησία για να ανακηρυχτεί κάποιος άγιος είναι το γλυκό άρωμα που αναδύεται από το λείψανο. Οι πιστοί συνήθως το παρομοιάζουν με άρωμα μύρου ή φρέσκων λουλουδιών.
Όσοι πιστεύουν στον χριστιανικό Θεό θεωρούν ότι το φαινόμενο της αφθαρσίας είναι ένα ακόμα θαύμα που αποδεικνύει τη δύναμη του Θεού. Οι σκεπτικιστές όμως δεν φαίνεται να συμμερίζονται αυτή την άποψη. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά στην πάλη της θρησκείας και της επιστήμης, της πίστης και της λογικής.
Παιδικές μνήμες
Κατά την προσωπική μου εμπειρία, η λατρεία των ιερών λειψάνων είναι μια πρακτική που κυριαρχεί κατά κόρον στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων επισκέφτηκα με την οικογένειά μου διάφορα μοναστήρια κι εκκλησίες για να προσκυνήσουμε το σκήνωμα κάποιου αγίου. Αποφάσισα, εν μέρει, ν’ ασχοληθώ και να γράψω για αυτό το θέμα γιατί ακόμα είναι χαραγμένο στη μνήμη μου το παράξενο συναίσθημα που με κατέκλυζε κάθε φορά που πλησίαζα το εκάστοτε σκήνωμα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι πάντα με κατέκλυζε μια μακάβρια αίσθηση και δίσταζα να πλησιάσω το φέρετρο του αγίου. Τώρα πια που έχω μεγαλώσει αναρωτιέμαι γιατί έπρεπε ως παιδί να υποστώ μια τέτοια επαναλαμβανόμενη, τραυματική εμπειρία. Δυστυχώς, με την εν λόγω πρακτική να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ακόμα και σήμερα, πολλά παιδιά εξακολουθούν κάθε χρόνο να βιώνουν την ίδια κατάσταση. Κάποιοι άνθρωποι που δεν πιστεύουν ότι η αφθαρσία των ιερών λειψάνων οφείλεται σε θαύμα, δεν δίστασαν ακόμα και να δηλώσουν ότι πρόκειται για μια πρακτική άκρως νεκροφιλική που αποσκοπεί μόνο στη συγκέντρωση χρήματος.
Η αφθαρσία σημάδι της Θείας Χάρης
Το φαινόμενο της λατρείας των ιερών λειψάνων δεν είναι σύγχρονο. Αντιθέτως, φαίνεται να ξεκίνησε από τα πρώτα κιόλας χρόνια του χριστιανισμού. Παρ’ όλο που το φαινόμενο δεν εμφανίζεται αυτούσιο μέσα στις Γραφές, υπάρχουν κάποια χωρία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, τα οποία στηρίζουν έμμεσα αυτή την πρακτική. Διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη μετά το θάνατο του Προφήτη Ηλία: «Και ενώ έθαπτον άνθρωπον τινά ιδού είδον τάγμα και έρριψαν τον άνθρωπο εις τον τάφον του Ελισσαίε και καθώς ο άνθρωπος υπήγε και ήγγισε τα οστά του Ελισσαίε ανέζησε και εστάθη επί τους πόδας αυτού» (Βασιλέων Β΄ 13:21). Διαβάζουμε επίσης στην Καινή Διαθήκη στις Πράξεις των Αποστόλων σε δύο διαφορετικά χωρία: «ώστε κατά τας πλατείας εκφέρειν τους ασθενείς και τίθενται επί κλινών και κραβάττων, ίνα ερχομένου Πέτρου καν η σκιά επισκιάση τηνί αυτών.» (Πράξεις Αποστόλων 5:15), «Δυνάμεις τε ου τας τυχούσας εποίει ο Θεός διά των χειρών Παύλου, ώστε και επί τους ασθενούντας επιφέρεσθαι από του χρωτός αυτού σουδάρια ή σιμικίνθια και απαλλάσσεσθαι απ’ αυτών τας νόσους, τα τε πνεύματα τα πονηρά εξέρχεσθαι απ’ αυτών.» (Πράξεις Αποστόλων 19:11-12) Η λατρεία όμως των ιερών λειψάνων άρχισε να εξαπλώνεται ολοένα και πιο πολύ, ώσπου έγινε οριστικά μέρος της χριστιανικής λατρείας, χάρη στη διδασκαλία κάποιων επιφανών ανδρών της εκκλησίας, όπως ο ’γιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (347-420), ο ’γιος Ιερώνυμος (347-420), ο ’γιος Αυγουστίνος (354-430), ο Γρηγόριος ο Μέγας (540-604) και ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (676-749).
Πώς εξηγεί όμως η ίδια η εκκλησία την αφθαρσία των λειψάνων των αγίων; Γιατί άλλο είναι η λατρεία ενός λείψανου κι άλλο η λατρεία ενός άφθαρτου λείψανου. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται, κατά βάση, για ένα υπερφυσικό φαινόμενο, για ένα «θαύμα», σύμφωνα με την θρησκευτική ορολογία. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει στην επιστολή του προς Κορινθίους Α΄ «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διδασκαλία της χριστιανικής εκκλησίας, το ’γιο Πνεύμα κατοικεί στο σώμα κάθε άγιου ανθρώπου. Μετά το φυσικό θάνατο το σώμα που εξακολουθεί να φέρει τη Χάρη του Θεού είναι πολύ πιθανόν να παραμείνει αναλλοίωτο σαν μια πρόγευση της χάρης που θα δεχτούν όλοι οι πιστοί και θεοσεβούμενοι χριστιανοί κατά τη Δευτέρα Παρουσία. ’λλωστε, η ανάσταση του Χριστού αποτελεί το πιο ισχυρό επιχείρημα όλων όσοι πιστεύουν στον χριστιανικό Θεό. Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο άνθρωπος αποτελείται από ύλη και πνεύμα, οι εκκλησιαστικοί πατέρες ισχυρίστηκαν ότι ο κάθε χριστιανός μπορεί και θα πρέπει να λατρεύει τα λείψανα των αγίων της χριστιανικής εκκλησίας, ως ένδειξη σεβασμού στη Θεία Χάρη.
Κάπως έτσι άρχισαν να λατρεύονται τα ιερά λείψανα, λατρεία που κατά καιρούς έλαβε διαστάσεις μαζικής υστερίας. Πολύ σύντομα άρχισαν να ανακαλύπτουν τις θαμμένες σορούς των αγίων και να χτίζουν πάνω από τους τάφους τους εκκλησίες προς τιμήν τους. Οργάνωναν γιορτές στο όνομα του εκάστοτε αγίου, ακόμα και μεγάλα ταξίδια για προσκύνημα, ενώ δεν δίσταζαν να μεταφέρουν τα λείψανα από μέρος σε μέρος για να τα προσκυνήσουν οι πιστοί, πρακτικές που εφαρμόζονται ακόμα και στις μέρες μας. Επιπλέον, οι χριστιανοί αυτοκράτορες ορκίζονταν υπό την παρουσία των λειψάνων, ενώ τα ίδια τα λείψανα θεωρούνταν κομμάτι του δημόσιου θησαυρού. Συχνά τα ιερά λείψανα κοσμούσαν τους διάφορους ναούς και τα νεκροταφεία, ενώ κάθε εκκλησία έπρεπε να διαθέτει τουλάχιστον ένα ιερό λείψανο ώστε να μπορεί να προσελκύει τους πιστούς και κατ’ επέκταση να συγκεντρώνει χρήματα.
Παραδείγματα από τη Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία
Η Αγ. Μπερναντέτ με κέρινη μάσκα στο πρόσωπο όπως εκτίθεται σε προσκύνημα.
H Αγία Μπερναντέτ της Λούρδης
Τριάντα χρόνια μετά το θάνατό της, στις 22 Σεπτεμβρίου 1909, όλοι όσοι παρευρίσκονταν στην εκταφή του σκηνώματος της Αγίας Μπερναντέτ με έκπληξη ανακάλυψαν ότι το σώμα της αγίας παρέμενε άφθαρτο.
«Οι μοναχές που αφαίρεσαν τα φθαρμένα από την υγρασία ρούχα της αγίας, ανακάλυψαν ότι το σώμα της είχε παραμείνει άφθαρτο χωρίς κανένα ίχνος αποσύνθεσης, αν και εξαιρετικά αφυδατωμένο… Οι μοναχές, έχοντας κάθε καλή πρόθεση, έπλυναν το σώμα και με βάση τις τότε θρησκευτικές παραδόσεις το ξανάντυσαν πριν το τοποθετήσουν πάλι μέσα στο φέρετρο. Στη συνέχεια τοποθέτησαν δίπλα στο σκήνωμα τα επίσημα έγγραφα της εκταφής και σφράγισαν επίσημα το φέρετρο κλείνοντας για άλλη μια φορά το λείψανο της αγίας μέσα στον τάφο». [Parkinson, Francis. The Sublime Shepherdess, The Life of Saint Bernadette of Lourdes]
Δέκα χρόνια αργότερα, εν έτει 1919, το σκήνωμα βγήκε για άλλη μια φορά από τον τάφο. Ανακάλυψαν ότι το σώμα της παρέμενε άθικτο όπως και κατά την πρώτη εκταφή, το πρόσωπο της όμως είχε ελαφρώς χάσει το χρώμα του εξαιτίας της διαδικασίας πλύσης από τις μοναχές. Σήμερα το σκήνωμα της αγίας εκτίθεται σε προσκύνημα στο Παρεκκλήσι της Αγίας Μπερναντέτ στη Νεβέρ.
Το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα, όπως λατρεύεται στις μέρες μας. Οι σκεπτικιστές αμφισβητούν την αγιότητά του και ισχυρίζονται ότι είναι μια ακόμα μούμια.
Ο Άγιος Σπυρίδων, ο Πολιούχος άγιος της Κέρκυρας
O Άγιος Σπυρίδων είναι ένας από τους πολλούς αγίους της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, του οποίου το άφθαρτο λείψανο εκτίθεται σε προσκύνημα και λατρεύεται από τους πιστούς. Γεννημένος στην Κύπρο το 270 μΧ ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Τρεμιθούσας μετά το θάνατο της συζύγου του. Έζησε όλη του τη ζωή στην Κύπρο όπου και πραγματοποίησε διάφορα θαύματα. Όταν άνοιξαν τον τάφο του διαπίστωσαν ότι το σώμα του όχι μόνο δεν είχε αλλοιωθεί αλλά ανέδυε συγχρόνως ένα ευχάριστο άρωμα βασιλικού, σημάδι ότι αυτός ο ενάρετος και θρησκευόμενος άνδρας είχε δεχτεί τη Χάρη του Θεού. Το ιερό του λείψανο μεταφέρθηκε από την Κύπρο στην Κωνσταντινούπολη ενώ μετά την πτώση της Πόλης στους Τούρκους, το 1453, μεταφέρθηκε από τον Γιώργο Καλοχαιρέτη στην Κέρκυρα, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα. Ένας κερκυραϊκός θρύλος θέλει τον άγιο να περπατάει κάθε βράδυ στα σοκάκια της Κέρκυρας και να εισακούει τις προσευχές των πιστών, γι’ αυτό κάθε τόσο οι ιερείς βρίσκουν φθαρμένες τις σόλες των παπουτσιών του. Το σκήνωμα του αγίου λιτανεύεται τέσσερις φορές το χρόνο στις ημερομηνίες που πιστεύετε ότι ο άγιος με την παρέμβασή του έσωσε το νησί από την καταστροφή, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη βοήθειά του.
Γύρω όμως από το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα έχει ξεσπάσει μεγάλη συζήτηση, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, καθώς δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι δεν πρόκειται για θαύμα, αλλά για προϊόν μουμιοποίησης. Οι τοπικές αρχές του νησιού δεν φαίνεται να κάμπτονται από αυτές τις αντιδράσεις μιας και τα χρήματα που συγκεντρώνει κάθε χρόνο τόσο η τοπική εκκλησία όσο και το νησί από τους προσκυνητές δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα.
Η Επιστημονική Άποψη
Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι εκτός από τα δύο πιο πάνω χαρακτηριστικά παραδείγματα λατρείας λειψάνων, υπάρχουν χιλιάδες άλλα που λατρεύονται από τα εκατομμύρια των πιστών της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αξίζει όμως να δούμε και ποια είναι η γνώμη των σκεπτικιστών για το φαινόμενο, αλλά και αν αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί επιστημονικά. Ενώ, λοιπόν, οι χριστιανοί δέχονται τα διάφορα φαινόμενα με γνώμονα την πίστη τους στις Γραφές και στη διδασκαλία της Εκκλησίας, οι σκεπτικιστές, θέτοντας ασταμάτητα ερωτήματα βασισμένα στη λογική και την επιστήμη, προσεγγίζουν το φαινόμενο από μια διαφορετική σκοπιά.
Οι σκεπτικιστές είναι πεπεισμένοι ότι η αφθαρσία των λειψάνων μπορεί να εξηγηθεί επιστημονικά. Υπάρχουν δύο βασικοί μηχανισμοί οι οποίοι μπορούν να καθυστερήσουν την αποσύνθεση: η φυσική ή ξηρά μουμιοποίηση και η σαπωνοποίηση. Η φυσική ή ξηρά μουμιοποίηση, ιδιαίτερα γνωστή στους επιστημονικούς κύκλους, επέρχεται διατηρώντας αναλλοίωτο το νεκρό σώμα υπό τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες, όταν δηλαδή επικρατεί ξηρό κλίμα στο χώρο ταφής και υπάρχει έλλειψη οξυγόνου και κατ’ επέκταση έλλειψη βακτηριδίων. Ο δεύτερος και πιο συχνός μηχανισμός είναι η σαπωνοποίηση (saponification).
Πρόκειται για χημική αντίδραση κατά τη διάρκεια της οποίας το ανθρώπινο ή ζωικό λίπος έρχεται σε επαφή με μία ισχυρή αλκαλική βάση, με αποτέλεσμα η σορός του νεκρού να διατηρείτε αναλλοίωτη παίρνοντας μια κέρινη όψη (grave ή mortuary wax). Η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται σε μέρη με εξαιρετικά υγρό κλίμα.
Η αποσύνθεση μπορεί επίσης να καθυστερήσει σε μέρη όπου το έδαφος περιέχει μεγάλες ποσότητες θείου, όπως το έδαφος της Σαντορίνης που έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε θείο λόγω της ηφαιστειακής της δραστηριότητας. Για αιώνες οι ντόπιοι έβρισκαν κατά την εκταφή τα σώματα των νεκρών τους αναλλοίωτα και πίστευαν ότι είχαν μετατραπεί σε βρυκόλακες. Τόσο έντονη ήταν μάλιστα αυτή η πεποίθηση και τόσο τρόμο τους προκαλούσε που για να γλιτώσουν από τους βρυκόλακες έθαβαν τους νεκρούς στο κοντινό νησάκι Καμμένη, καθώς πίστευαν ότι οι βρυκόλακες δεν μπορούν να διασχίσουν το νερό. Εκείνη την εποχή δεν είχε αναπτυχθεί η επιστήμη, ώστε να μπορούν να αντιληφθούν ότι πρόκειται για φυσικό φαινόμενο και όχι για κάτι υπερφυσικό ή δαιμονικό.
Μια μούμια που φυλάσσεται στο μουσείο του Βατικανού γεννάει ερωτηματικά. Γνώριζαν άραγε οι καθολικοί ιερείς τις αιγυπτιακές τεχνικές μουμιοποίησης;
Μηχανή δημιουργίας αγίων;
Εκτός λοιπόν από τις δύο αυτές περιπτώσεις φυσικής διατήρησης του σώματος υπάρχει και η περίπτωση της ταρίχευσης ή τεχνητής μουμιοποίησης. Ιδιαίτερα γνωστή στους κύκλους των ανθρώπων που ασχολούνται με την αφθαρσία των λειψάνων είναι και η περίπτωση του Ezio Fulcheri, παθολόγου του Πανεπιστημίου της Γένοβας που διεξήγαγε διάφορες έρευνες πάνω στο φαινόμενο και δήλωσε τα εξής: «Τι είναι άραγε το θαύμα αν όχι κάτι ανεξήγητο, κάτι ιδιαίτερο που μπορεί να συμβεί με διάφορους τρόπους; Το ότι οι αιτίες που το προκαλούν ίσως να μην είναι εμφανείς, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν οφείλεται σε φυσικές διαδικασίες που διαφέρουν από τη συνηθισμένη ροή των πραγμάτων.»
Ο Ezio Fulcheri είναι ένας από τους πολλούς επιστήμονες – παθολόγους, ραδιολόγους, χημικούς – που το ίδιο το Βατικανό όρισε για να ελέγξει την αυθεντικότητα των ιερών λειψάνων που είχε στην κατοχή του και να συμβάλλει στη διατήρησή τους. Το 1986 του ζητήθηκε να βοηθήσει στη διαδικασία διατήρησης του σώματος του Ουκρανού καρδιναλίου Jozef Slipyj, που είχε πεθάνει δύο χρόνια πριν. Αν, λοιπόν, η Καθολική Εκκλησία χρησιμοποιεί στις μέρες μας τέτοιου είδους πρακτικές, γιατί να μην τις χρησιμοποιούσε και στο παρελθόν;
Αυτή την ερώτηση ακριβώς έθεσε και ο ίδιος ο Fulcheri στον εαυτό του και ξεκίνησε να ερευνά και άλλα γνωστά ιερά λείψανα. Σύντομα ανακάλυψε την πιο γνωστή περίπτωση τεχνητής μουμιοποίησης, αυτής της Αγίας Μαργαρίτας της Κορτόνα. Η Αγία Μαργαρίτα πέθανε το 1279 και το σώμα της βρέθηκε αναλλοίωτο κατά την εκταφή λίγα χρόνια αργότερα.
Ο Fulcheri και οι συνάδερφοί του που εξέτασαν τη σορό ανακάλυψαν έκπληκτοι ότι έφερε μεγάλες τομές στην κοιλιακή χώρα, ένδειξη ότι η διατήρηση του σώματος ήταν προϊόν ταρίχευσης. Ψάχνοντας στα εκκλησιαστικά έγγραφα ο Fulcheri ανακάλυψε ότι οι ίδιοι οι κάτοικοι της Κορτόνα είχαν ζητήσει από την εκκλησία να διατηρήσει το σώμα της αγίας. Φαίνεται, λοιπόν, ξεκάθαρα από αυτό το περιστατικό ότι η Εκκλησία γνώριζε πολύ καλά τη τεχνική διατήρησης ενός νεκρού σώματος την οποία μάλιστα και εφάρμοζε. Ακόμα χειρότερα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Fulcheri, δεν πρόκειται για φαινόμενο του παρελθόντος, αλλά για πρακτική που εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα γεγονός που αναμφίβολα θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις.
Το άφθαρτο σώμα του μοναχού Βησσαρίωνα όπως εκτίθεται σε προσκύνημα.
Η περίπτωση του ιερομόναχου Βησσαρίωνα
Το Μάιο του 2006 ήρθε ξαφνικά στη δημοσιότητα η είδηση της ανακάλυψης ενός άφθαρτου σώματος. Επρόκειτο για τη σορό του μοναχού Βησσαρίωνα Κορκολιάκου, το σώμα του οποίου, 15 χρόνια μετά τη ταφή του, βρέθηκε σχεδόν αναλλοίωτο στην Ιερά Μονή Αγάθωνος, στη Φθιώτιδα. Με το που έγινε γνωστή η είδηση πλήθος πιστών άρχισε να συρρέει στο μοναστήρι για να προσκυνήσει το λείψανο του μοναχού. Ο αρμόδιος Μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος δήλωσε ότι η κατάσταση του σώματος ναι μεν θα μπορούσε να είναι ένδειξη αγιοποίησης αλλά έσπευσε να δηλώσει ότι «δεν σκοπεύουμε ν’ ανακηρύξουμε αυτόν τον άνθρωπο σε άγιο ή να καλέσουμε τους πιστούς να τον προσκυνήσουν».
Η μητρόπολη Φθιώτιδος κάλεσε στο σημείο τέσσερις τοπικούς γιατρούς για να ελέγξουν την κατάσταση της σορού, κανένας όμως δεν μπόρεσε να δώσει κάποια επιστημονική εξήγηση. «Αν ξαναθάβαμε τη σορό, είναι πολύ πιθανόν ότι η διαδικασία της αποσύνθεσης θα συνεχιζόταν» δήλωσε ο Νίκος Καρακούκης, ο πέμπτος επιστήμονας που κλήθηκε από την Αθήνα, ο οποίος έκανε λόγο για περίπτωση φυσικής μουμιοποίησης, και συνέχισε λέγοντας «αν το σώμα δεν άρχιζε να αποσυντίθεται, μόνο τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ανεξήγητο γεγονός.» Παρ’ όλα αυτά, οι υπεύθυνοι εκκλησιαστικοί παράγοντες αποφάσισαν να εκθέσουν το σώμα σε λαϊκό προσκύνημα, στάση διόλου διακριτική.
Το αποτέλεσμα ήταν να επικρατήσει πανδαιμόνιο στη Μονή, με τα πλήθη των πιστών να συρρέουν μαζικά για να προσκυνήσουν το σκήνωμα του μοναχού, ενώ έξω από τη Μονή οι διάφοροι επιτήδειοι άρχισαν να στήνουν εμπορικούς πάγκους με σκοπό να επωφεληθούν της κατάστασης. Εικόνες που σίγουρα δεν τιμάνε με κανένα τρόπο την Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία και το ποίμνιό της.
Η διαμάχη, λοιπόν, ανάμεσα στους πιστούς και τους σκεπτικιστές δεν άργησε να φουντώσει. Οι εκκλήσεις των δεύτερων να σταματήσει αυτή η υστερία καθώς πρόκειται για φυσικό φαινόμενο, επιστημονικά εξηγήσιμο που προφανώς προκλήθηκε από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε ταφεί ο μοναχός, μέσα σε ένα κενοτάφιο στο οποίο επικρατούσαν συνθήκες μη επαρκούς οξυγόνωσης και ξηρού κλίματος, έπεσαν τελικά στο κενό. Ακόμα κι όταν το σκήνωμα του μοναχού Βησσαρίωνα άρχισε να αποσυντίθεται λόγω της έκθεσής του στο οξυγόνο και στα λοιπά βακτηρίδια κανένας εκκλησιαστικός παράγοντας δεν βγήκε δημόσια να επιβεβαιώσει το γεγονός. Αντιθέτως, έσπευσαν να σκεπάσουν το πρόσωπο του μοναχού με ένα ύφασμα και συνέχισαν να τον εκθέτουν δημόσια θέτοντας σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.
Δυστυχώς, την κατάσταση επιδείνωσε και η στάση των πιστών που στην ανάγκη τους να πιστέψουν σε κάποια θεϊκή παρέμβαση, βιάστηκαν να αγιοποιήσουν τον μοναχό Βησσαρίωνα και έσπευσαν να προσκυνήσουν το λείψανό του. Η Μονή Αγάθωνος, λοιπόν, αντί να περιορίσει όλες αυτές τις αντιδράσεις προσεγγίζοντας το θέμα με σοβαρότητα και υπομονή επέλεξε να επωφεληθεί οικονομικά της κατάστασης χωρίς να δείξει το δέοντα σεβασμό ούτε στη χριστιανική πίστη την οποία πρεσβεύει, ούτε στον τεθνεώτα αλλά ούτε και στο ποίμνιό της .
Θαύμα ή φυσικό φαινόμενο;
Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι το εξής: πρόκειται για θαύμα, σημάδι της Θείας Χάρης ή για ένα ακόμα φυσικό φαινόμενο που προκύπτει κάτω από συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες ή ακόμα και από τους ίδιους τους ανθρώπους; Όλοι οι άνθρωποι, λίγο ή πολύ, έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε σε μια ανώτερη δύναμη και να ελπίζουμε σε θαύματα.
Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μας τυφλώνει και να μας κάνει δεχόμαστε τα πάντα γύρω μας ως θαύματα σταλμένα από τον Θεό ιδιαίτερα όταν πρόκειται για φυσικά φαινόμενα που έχουν εξηγηθεί επιστημονικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δε, της αφθαρσίας των λειψάνων δεν μπορούμε πια να μιλάμε για κάποιο ανεξήγητο γεγονός, για κάποιο «θαύμα» μιας και η επιστήμη πλέον μας προσφέρει ιδιαίτερα ικανοποιητικές απαντήσεις.
Δεν μπορώ να φανταστώ ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι της Εκκλησίας δεν γνωρίζουν τις επιστημονικές εξελίξεις και δεν αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητά τους. Επιλέγουν παρ’ όλα αυτά να συντηρούν ατόφιο το μύθο των άφθαρτων λειψάνων, συνεχίζοντας να εκθέτουν από δω κι από κει τα λείψανα των νεκρών αυτών ανθρώπων και να εκμεταλλεύονται τον πόνο και την ελπίδα των πιστών που μέσα στην απελπισία τους ψάχνουν από κάπου να πιαστούν.
Η πρακτική αυτή όμως κάνει κακό και στην ίδια την Εκκλησία ως σύνολο, γιατί μπορεί η Ιερά Σύνοδος να έδειξε στο θέμα του Βησσαρίωνα μια πιο επιφυλακτική στάση, δεν απαγόρεψε όμως ρητά όλο αυτό το παζάρι που στήθηκε στη Μονή Αγάθωνος εις βάρος των πιστών και του νεκρού. Για άλλη μια φορά άφησε, λοιπόν, να φανεί ότι υποστηρίζει ακόμα, έστω έμμεσα, τις μεσαιωνικές πρακτικές, αδυνατώντας να μεταφέρει το αληθινό μήνυμα του Χριστού στο σήμερα καταφεύγοντας σε ειδωλολατρικές πρακτικές, για τις οποίες συνηθίζει να κατηγορεί τις προγενέστερες θρησκείες.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο θάνατος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι καθημερινά ολόγυρά μας και συνεχώς προσπαθούμε, έστω ασυνείδητα, να βρούμε απαντήσεις και να τον αποδεχτούμε.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και η κάθε θρησκεία στηρίζει όλη τη διδασκαλία της πάνω σε αυτό το πρωταρχικό ερώτημα: «Τι συμβαίνει μετά το θάνατο;» Οι απαντήσεις που δίνονται είναι πολλές και μάλλον δεν θα μπορέσουμε ποτέ να πούμε με βεβαιότητα ποια απ’ όλες ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
Όσον αφορά στο χριστιανισμό – τη θρησκεία με την οποία θα ασχοληθούμε στο παρόν κείμενο – η μετά θάνατον ζωή αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, ενώ το ερώτημα που ουσιαστικά τίθεται είναι σε ποια πλευρά θα καταλήξει κανείς: στον Παράδεισο ή στην Κόλαση;
Σύμφωνα με το χριστιανικό δόγμα οι άνθρωποι θα κριθούν μετά θάνατον και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της Δευτέρας Παρουσίας, ανάλογα με τα όσα έπραξαν όσο ζούσαν. Κάθε κανόνας όμως έχει και τις εξαιρέσεις του. Κάποιοι άνθρωποι, λοιπόν, που έζησαν ενάρετα και χριστιανικά τη ζωή τους ενδέχεται να δεχτούν τη Θεία Χάρη αμέσως μετά το φυσικό τους θάνατο μέσω της αφθαρσίας του σώματός τους.
Σύμφωνα με τη Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία η αφθαρσία του νεκρού σώματος διαφέρει από τη μουμιοποίηση (διαδικασία κατά την οποία ένα πτώμα γίνεται μούμια με ειδική επεξεργασία, ως ταφικό έθιμο που εφαρμοζόταν μεταξύ άλλων στους αρχαίους Αιγυπτίους).
Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά ενός άφθαρτου σώματος και βασική προϋπόθεση τουλάχιστον στην Ορθόδοξη Εκκλησία για να ανακηρυχτεί κάποιος άγιος είναι το γλυκό άρωμα που αναδύεται από το λείψανο. Οι πιστοί συνήθως το παρομοιάζουν με άρωμα μύρου ή φρέσκων λουλουδιών.
Όσοι πιστεύουν στον χριστιανικό Θεό θεωρούν ότι το φαινόμενο της αφθαρσίας είναι ένα ακόμα θαύμα που αποδεικνύει τη δύναμη του Θεού. Οι σκεπτικιστές όμως δεν φαίνεται να συμμερίζονται αυτή την άποψη. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά στην πάλη της θρησκείας και της επιστήμης, της πίστης και της λογικής.
Παιδικές μνήμες
Κατά την προσωπική μου εμπειρία, η λατρεία των ιερών λειψάνων είναι μια πρακτική που κυριαρχεί κατά κόρον στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων επισκέφτηκα με την οικογένειά μου διάφορα μοναστήρια κι εκκλησίες για να προσκυνήσουμε το σκήνωμα κάποιου αγίου. Αποφάσισα, εν μέρει, ν’ ασχοληθώ και να γράψω για αυτό το θέμα γιατί ακόμα είναι χαραγμένο στη μνήμη μου το παράξενο συναίσθημα που με κατέκλυζε κάθε φορά που πλησίαζα το εκάστοτε σκήνωμα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι πάντα με κατέκλυζε μια μακάβρια αίσθηση και δίσταζα να πλησιάσω το φέρετρο του αγίου. Τώρα πια που έχω μεγαλώσει αναρωτιέμαι γιατί έπρεπε ως παιδί να υποστώ μια τέτοια επαναλαμβανόμενη, τραυματική εμπειρία. Δυστυχώς, με την εν λόγω πρακτική να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ακόμα και σήμερα, πολλά παιδιά εξακολουθούν κάθε χρόνο να βιώνουν την ίδια κατάσταση. Κάποιοι άνθρωποι που δεν πιστεύουν ότι η αφθαρσία των ιερών λειψάνων οφείλεται σε θαύμα, δεν δίστασαν ακόμα και να δηλώσουν ότι πρόκειται για μια πρακτική άκρως νεκροφιλική που αποσκοπεί μόνο στη συγκέντρωση χρήματος.
Η αφθαρσία σημάδι της Θείας Χάρης
Το φαινόμενο της λατρείας των ιερών λειψάνων δεν είναι σύγχρονο. Αντιθέτως, φαίνεται να ξεκίνησε από τα πρώτα κιόλας χρόνια του χριστιανισμού. Παρ’ όλο που το φαινόμενο δεν εμφανίζεται αυτούσιο μέσα στις Γραφές, υπάρχουν κάποια χωρία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, τα οποία στηρίζουν έμμεσα αυτή την πρακτική. Διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη μετά το θάνατο του Προφήτη Ηλία: «Και ενώ έθαπτον άνθρωπον τινά ιδού είδον τάγμα και έρριψαν τον άνθρωπο εις τον τάφον του Ελισσαίε και καθώς ο άνθρωπος υπήγε και ήγγισε τα οστά του Ελισσαίε ανέζησε και εστάθη επί τους πόδας αυτού» (Βασιλέων Β΄ 13:21). Διαβάζουμε επίσης στην Καινή Διαθήκη στις Πράξεις των Αποστόλων σε δύο διαφορετικά χωρία: «ώστε κατά τας πλατείας εκφέρειν τους ασθενείς και τίθενται επί κλινών και κραβάττων, ίνα ερχομένου Πέτρου καν η σκιά επισκιάση τηνί αυτών.» (Πράξεις Αποστόλων 5:15), «Δυνάμεις τε ου τας τυχούσας εποίει ο Θεός διά των χειρών Παύλου, ώστε και επί τους ασθενούντας επιφέρεσθαι από του χρωτός αυτού σουδάρια ή σιμικίνθια και απαλλάσσεσθαι απ’ αυτών τας νόσους, τα τε πνεύματα τα πονηρά εξέρχεσθαι απ’ αυτών.» (Πράξεις Αποστόλων 19:11-12) Η λατρεία όμως των ιερών λειψάνων άρχισε να εξαπλώνεται ολοένα και πιο πολύ, ώσπου έγινε οριστικά μέρος της χριστιανικής λατρείας, χάρη στη διδασκαλία κάποιων επιφανών ανδρών της εκκλησίας, όπως ο ’γιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (347-420), ο ’γιος Ιερώνυμος (347-420), ο ’γιος Αυγουστίνος (354-430), ο Γρηγόριος ο Μέγας (540-604) και ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (676-749).
Πώς εξηγεί όμως η ίδια η εκκλησία την αφθαρσία των λειψάνων των αγίων; Γιατί άλλο είναι η λατρεία ενός λείψανου κι άλλο η λατρεία ενός άφθαρτου λείψανου. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται, κατά βάση, για ένα υπερφυσικό φαινόμενο, για ένα «θαύμα», σύμφωνα με την θρησκευτική ορολογία. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει στην επιστολή του προς Κορινθίους Α΄ «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διδασκαλία της χριστιανικής εκκλησίας, το ’γιο Πνεύμα κατοικεί στο σώμα κάθε άγιου ανθρώπου. Μετά το φυσικό θάνατο το σώμα που εξακολουθεί να φέρει τη Χάρη του Θεού είναι πολύ πιθανόν να παραμείνει αναλλοίωτο σαν μια πρόγευση της χάρης που θα δεχτούν όλοι οι πιστοί και θεοσεβούμενοι χριστιανοί κατά τη Δευτέρα Παρουσία. ’λλωστε, η ανάσταση του Χριστού αποτελεί το πιο ισχυρό επιχείρημα όλων όσοι πιστεύουν στον χριστιανικό Θεό. Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο άνθρωπος αποτελείται από ύλη και πνεύμα, οι εκκλησιαστικοί πατέρες ισχυρίστηκαν ότι ο κάθε χριστιανός μπορεί και θα πρέπει να λατρεύει τα λείψανα των αγίων της χριστιανικής εκκλησίας, ως ένδειξη σεβασμού στη Θεία Χάρη.
Κάπως έτσι άρχισαν να λατρεύονται τα ιερά λείψανα, λατρεία που κατά καιρούς έλαβε διαστάσεις μαζικής υστερίας. Πολύ σύντομα άρχισαν να ανακαλύπτουν τις θαμμένες σορούς των αγίων και να χτίζουν πάνω από τους τάφους τους εκκλησίες προς τιμήν τους. Οργάνωναν γιορτές στο όνομα του εκάστοτε αγίου, ακόμα και μεγάλα ταξίδια για προσκύνημα, ενώ δεν δίσταζαν να μεταφέρουν τα λείψανα από μέρος σε μέρος για να τα προσκυνήσουν οι πιστοί, πρακτικές που εφαρμόζονται ακόμα και στις μέρες μας. Επιπλέον, οι χριστιανοί αυτοκράτορες ορκίζονταν υπό την παρουσία των λειψάνων, ενώ τα ίδια τα λείψανα θεωρούνταν κομμάτι του δημόσιου θησαυρού. Συχνά τα ιερά λείψανα κοσμούσαν τους διάφορους ναούς και τα νεκροταφεία, ενώ κάθε εκκλησία έπρεπε να διαθέτει τουλάχιστον ένα ιερό λείψανο ώστε να μπορεί να προσελκύει τους πιστούς και κατ’ επέκταση να συγκεντρώνει χρήματα.
Παραδείγματα από τη Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία
Η Αγ. Μπερναντέτ με κέρινη μάσκα στο πρόσωπο όπως εκτίθεται σε προσκύνημα.
H Αγία Μπερναντέτ της Λούρδης
Τριάντα χρόνια μετά το θάνατό της, στις 22 Σεπτεμβρίου 1909, όλοι όσοι παρευρίσκονταν στην εκταφή του σκηνώματος της Αγίας Μπερναντέτ με έκπληξη ανακάλυψαν ότι το σώμα της αγίας παρέμενε άφθαρτο.
«Οι μοναχές που αφαίρεσαν τα φθαρμένα από την υγρασία ρούχα της αγίας, ανακάλυψαν ότι το σώμα της είχε παραμείνει άφθαρτο χωρίς κανένα ίχνος αποσύνθεσης, αν και εξαιρετικά αφυδατωμένο… Οι μοναχές, έχοντας κάθε καλή πρόθεση, έπλυναν το σώμα και με βάση τις τότε θρησκευτικές παραδόσεις το ξανάντυσαν πριν το τοποθετήσουν πάλι μέσα στο φέρετρο. Στη συνέχεια τοποθέτησαν δίπλα στο σκήνωμα τα επίσημα έγγραφα της εκταφής και σφράγισαν επίσημα το φέρετρο κλείνοντας για άλλη μια φορά το λείψανο της αγίας μέσα στον τάφο». [Parkinson, Francis. The Sublime Shepherdess, The Life of Saint Bernadette of Lourdes]
Δέκα χρόνια αργότερα, εν έτει 1919, το σκήνωμα βγήκε για άλλη μια φορά από τον τάφο. Ανακάλυψαν ότι το σώμα της παρέμενε άθικτο όπως και κατά την πρώτη εκταφή, το πρόσωπο της όμως είχε ελαφρώς χάσει το χρώμα του εξαιτίας της διαδικασίας πλύσης από τις μοναχές. Σήμερα το σκήνωμα της αγίας εκτίθεται σε προσκύνημα στο Παρεκκλήσι της Αγίας Μπερναντέτ στη Νεβέρ.
Το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα, όπως λατρεύεται στις μέρες μας. Οι σκεπτικιστές αμφισβητούν την αγιότητά του και ισχυρίζονται ότι είναι μια ακόμα μούμια.
Ο Άγιος Σπυρίδων, ο Πολιούχος άγιος της Κέρκυρας
O Άγιος Σπυρίδων είναι ένας από τους πολλούς αγίους της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, του οποίου το άφθαρτο λείψανο εκτίθεται σε προσκύνημα και λατρεύεται από τους πιστούς. Γεννημένος στην Κύπρο το 270 μΧ ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της Τρεμιθούσας μετά το θάνατο της συζύγου του. Έζησε όλη του τη ζωή στην Κύπρο όπου και πραγματοποίησε διάφορα θαύματα. Όταν άνοιξαν τον τάφο του διαπίστωσαν ότι το σώμα του όχι μόνο δεν είχε αλλοιωθεί αλλά ανέδυε συγχρόνως ένα ευχάριστο άρωμα βασιλικού, σημάδι ότι αυτός ο ενάρετος και θρησκευόμενος άνδρας είχε δεχτεί τη Χάρη του Θεού. Το ιερό του λείψανο μεταφέρθηκε από την Κύπρο στην Κωνσταντινούπολη ενώ μετά την πτώση της Πόλης στους Τούρκους, το 1453, μεταφέρθηκε από τον Γιώργο Καλοχαιρέτη στην Κέρκυρα, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα. Ένας κερκυραϊκός θρύλος θέλει τον άγιο να περπατάει κάθε βράδυ στα σοκάκια της Κέρκυρας και να εισακούει τις προσευχές των πιστών, γι’ αυτό κάθε τόσο οι ιερείς βρίσκουν φθαρμένες τις σόλες των παπουτσιών του. Το σκήνωμα του αγίου λιτανεύεται τέσσερις φορές το χρόνο στις ημερομηνίες που πιστεύετε ότι ο άγιος με την παρέμβασή του έσωσε το νησί από την καταστροφή, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη βοήθειά του.
Γύρω όμως από το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα έχει ξεσπάσει μεγάλη συζήτηση, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, καθώς δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι δεν πρόκειται για θαύμα, αλλά για προϊόν μουμιοποίησης. Οι τοπικές αρχές του νησιού δεν φαίνεται να κάμπτονται από αυτές τις αντιδράσεις μιας και τα χρήματα που συγκεντρώνει κάθε χρόνο τόσο η τοπική εκκλησία όσο και το νησί από τους προσκυνητές δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα.
Η Επιστημονική Άποψη
Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι εκτός από τα δύο πιο πάνω χαρακτηριστικά παραδείγματα λατρείας λειψάνων, υπάρχουν χιλιάδες άλλα που λατρεύονται από τα εκατομμύρια των πιστών της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αξίζει όμως να δούμε και ποια είναι η γνώμη των σκεπτικιστών για το φαινόμενο, αλλά και αν αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί επιστημονικά. Ενώ, λοιπόν, οι χριστιανοί δέχονται τα διάφορα φαινόμενα με γνώμονα την πίστη τους στις Γραφές και στη διδασκαλία της Εκκλησίας, οι σκεπτικιστές, θέτοντας ασταμάτητα ερωτήματα βασισμένα στη λογική και την επιστήμη, προσεγγίζουν το φαινόμενο από μια διαφορετική σκοπιά.
Οι σκεπτικιστές είναι πεπεισμένοι ότι η αφθαρσία των λειψάνων μπορεί να εξηγηθεί επιστημονικά. Υπάρχουν δύο βασικοί μηχανισμοί οι οποίοι μπορούν να καθυστερήσουν την αποσύνθεση: η φυσική ή ξηρά μουμιοποίηση και η σαπωνοποίηση. Η φυσική ή ξηρά μουμιοποίηση, ιδιαίτερα γνωστή στους επιστημονικούς κύκλους, επέρχεται διατηρώντας αναλλοίωτο το νεκρό σώμα υπό τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες, όταν δηλαδή επικρατεί ξηρό κλίμα στο χώρο ταφής και υπάρχει έλλειψη οξυγόνου και κατ’ επέκταση έλλειψη βακτηριδίων. Ο δεύτερος και πιο συχνός μηχανισμός είναι η σαπωνοποίηση (saponification).
Πρόκειται για χημική αντίδραση κατά τη διάρκεια της οποίας το ανθρώπινο ή ζωικό λίπος έρχεται σε επαφή με μία ισχυρή αλκαλική βάση, με αποτέλεσμα η σορός του νεκρού να διατηρείτε αναλλοίωτη παίρνοντας μια κέρινη όψη (grave ή mortuary wax). Η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται σε μέρη με εξαιρετικά υγρό κλίμα.
Η αποσύνθεση μπορεί επίσης να καθυστερήσει σε μέρη όπου το έδαφος περιέχει μεγάλες ποσότητες θείου, όπως το έδαφος της Σαντορίνης που έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε θείο λόγω της ηφαιστειακής της δραστηριότητας. Για αιώνες οι ντόπιοι έβρισκαν κατά την εκταφή τα σώματα των νεκρών τους αναλλοίωτα και πίστευαν ότι είχαν μετατραπεί σε βρυκόλακες. Τόσο έντονη ήταν μάλιστα αυτή η πεποίθηση και τόσο τρόμο τους προκαλούσε που για να γλιτώσουν από τους βρυκόλακες έθαβαν τους νεκρούς στο κοντινό νησάκι Καμμένη, καθώς πίστευαν ότι οι βρυκόλακες δεν μπορούν να διασχίσουν το νερό. Εκείνη την εποχή δεν είχε αναπτυχθεί η επιστήμη, ώστε να μπορούν να αντιληφθούν ότι πρόκειται για φυσικό φαινόμενο και όχι για κάτι υπερφυσικό ή δαιμονικό.
Μια μούμια που φυλάσσεται στο μουσείο του Βατικανού γεννάει ερωτηματικά. Γνώριζαν άραγε οι καθολικοί ιερείς τις αιγυπτιακές τεχνικές μουμιοποίησης;
Μηχανή δημιουργίας αγίων;
Εκτός λοιπόν από τις δύο αυτές περιπτώσεις φυσικής διατήρησης του σώματος υπάρχει και η περίπτωση της ταρίχευσης ή τεχνητής μουμιοποίησης. Ιδιαίτερα γνωστή στους κύκλους των ανθρώπων που ασχολούνται με την αφθαρσία των λειψάνων είναι και η περίπτωση του Ezio Fulcheri, παθολόγου του Πανεπιστημίου της Γένοβας που διεξήγαγε διάφορες έρευνες πάνω στο φαινόμενο και δήλωσε τα εξής: «Τι είναι άραγε το θαύμα αν όχι κάτι ανεξήγητο, κάτι ιδιαίτερο που μπορεί να συμβεί με διάφορους τρόπους; Το ότι οι αιτίες που το προκαλούν ίσως να μην είναι εμφανείς, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν οφείλεται σε φυσικές διαδικασίες που διαφέρουν από τη συνηθισμένη ροή των πραγμάτων.»
Ο Ezio Fulcheri είναι ένας από τους πολλούς επιστήμονες – παθολόγους, ραδιολόγους, χημικούς – που το ίδιο το Βατικανό όρισε για να ελέγξει την αυθεντικότητα των ιερών λειψάνων που είχε στην κατοχή του και να συμβάλλει στη διατήρησή τους. Το 1986 του ζητήθηκε να βοηθήσει στη διαδικασία διατήρησης του σώματος του Ουκρανού καρδιναλίου Jozef Slipyj, που είχε πεθάνει δύο χρόνια πριν. Αν, λοιπόν, η Καθολική Εκκλησία χρησιμοποιεί στις μέρες μας τέτοιου είδους πρακτικές, γιατί να μην τις χρησιμοποιούσε και στο παρελθόν;
Αυτή την ερώτηση ακριβώς έθεσε και ο ίδιος ο Fulcheri στον εαυτό του και ξεκίνησε να ερευνά και άλλα γνωστά ιερά λείψανα. Σύντομα ανακάλυψε την πιο γνωστή περίπτωση τεχνητής μουμιοποίησης, αυτής της Αγίας Μαργαρίτας της Κορτόνα. Η Αγία Μαργαρίτα πέθανε το 1279 και το σώμα της βρέθηκε αναλλοίωτο κατά την εκταφή λίγα χρόνια αργότερα.
Ο Fulcheri και οι συνάδερφοί του που εξέτασαν τη σορό ανακάλυψαν έκπληκτοι ότι έφερε μεγάλες τομές στην κοιλιακή χώρα, ένδειξη ότι η διατήρηση του σώματος ήταν προϊόν ταρίχευσης. Ψάχνοντας στα εκκλησιαστικά έγγραφα ο Fulcheri ανακάλυψε ότι οι ίδιοι οι κάτοικοι της Κορτόνα είχαν ζητήσει από την εκκλησία να διατηρήσει το σώμα της αγίας. Φαίνεται, λοιπόν, ξεκάθαρα από αυτό το περιστατικό ότι η Εκκλησία γνώριζε πολύ καλά τη τεχνική διατήρησης ενός νεκρού σώματος την οποία μάλιστα και εφάρμοζε. Ακόμα χειρότερα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Fulcheri, δεν πρόκειται για φαινόμενο του παρελθόντος, αλλά για πρακτική που εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα γεγονός που αναμφίβολα θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις.
Το άφθαρτο σώμα του μοναχού Βησσαρίωνα όπως εκτίθεται σε προσκύνημα.
Η περίπτωση του ιερομόναχου Βησσαρίωνα
Το Μάιο του 2006 ήρθε ξαφνικά στη δημοσιότητα η είδηση της ανακάλυψης ενός άφθαρτου σώματος. Επρόκειτο για τη σορό του μοναχού Βησσαρίωνα Κορκολιάκου, το σώμα του οποίου, 15 χρόνια μετά τη ταφή του, βρέθηκε σχεδόν αναλλοίωτο στην Ιερά Μονή Αγάθωνος, στη Φθιώτιδα. Με το που έγινε γνωστή η είδηση πλήθος πιστών άρχισε να συρρέει στο μοναστήρι για να προσκυνήσει το λείψανο του μοναχού. Ο αρμόδιος Μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος δήλωσε ότι η κατάσταση του σώματος ναι μεν θα μπορούσε να είναι ένδειξη αγιοποίησης αλλά έσπευσε να δηλώσει ότι «δεν σκοπεύουμε ν’ ανακηρύξουμε αυτόν τον άνθρωπο σε άγιο ή να καλέσουμε τους πιστούς να τον προσκυνήσουν».
Η μητρόπολη Φθιώτιδος κάλεσε στο σημείο τέσσερις τοπικούς γιατρούς για να ελέγξουν την κατάσταση της σορού, κανένας όμως δεν μπόρεσε να δώσει κάποια επιστημονική εξήγηση. «Αν ξαναθάβαμε τη σορό, είναι πολύ πιθανόν ότι η διαδικασία της αποσύνθεσης θα συνεχιζόταν» δήλωσε ο Νίκος Καρακούκης, ο πέμπτος επιστήμονας που κλήθηκε από την Αθήνα, ο οποίος έκανε λόγο για περίπτωση φυσικής μουμιοποίησης, και συνέχισε λέγοντας «αν το σώμα δεν άρχιζε να αποσυντίθεται, μόνο τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ανεξήγητο γεγονός.» Παρ’ όλα αυτά, οι υπεύθυνοι εκκλησιαστικοί παράγοντες αποφάσισαν να εκθέσουν το σώμα σε λαϊκό προσκύνημα, στάση διόλου διακριτική.
Το αποτέλεσμα ήταν να επικρατήσει πανδαιμόνιο στη Μονή, με τα πλήθη των πιστών να συρρέουν μαζικά για να προσκυνήσουν το σκήνωμα του μοναχού, ενώ έξω από τη Μονή οι διάφοροι επιτήδειοι άρχισαν να στήνουν εμπορικούς πάγκους με σκοπό να επωφεληθούν της κατάστασης. Εικόνες που σίγουρα δεν τιμάνε με κανένα τρόπο την Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία και το ποίμνιό της.
Η διαμάχη, λοιπόν, ανάμεσα στους πιστούς και τους σκεπτικιστές δεν άργησε να φουντώσει. Οι εκκλήσεις των δεύτερων να σταματήσει αυτή η υστερία καθώς πρόκειται για φυσικό φαινόμενο, επιστημονικά εξηγήσιμο που προφανώς προκλήθηκε από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε ταφεί ο μοναχός, μέσα σε ένα κενοτάφιο στο οποίο επικρατούσαν συνθήκες μη επαρκούς οξυγόνωσης και ξηρού κλίματος, έπεσαν τελικά στο κενό. Ακόμα κι όταν το σκήνωμα του μοναχού Βησσαρίωνα άρχισε να αποσυντίθεται λόγω της έκθεσής του στο οξυγόνο και στα λοιπά βακτηρίδια κανένας εκκλησιαστικός παράγοντας δεν βγήκε δημόσια να επιβεβαιώσει το γεγονός. Αντιθέτως, έσπευσαν να σκεπάσουν το πρόσωπο του μοναχού με ένα ύφασμα και συνέχισαν να τον εκθέτουν δημόσια θέτοντας σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.
Δυστυχώς, την κατάσταση επιδείνωσε και η στάση των πιστών που στην ανάγκη τους να πιστέψουν σε κάποια θεϊκή παρέμβαση, βιάστηκαν να αγιοποιήσουν τον μοναχό Βησσαρίωνα και έσπευσαν να προσκυνήσουν το λείψανό του. Η Μονή Αγάθωνος, λοιπόν, αντί να περιορίσει όλες αυτές τις αντιδράσεις προσεγγίζοντας το θέμα με σοβαρότητα και υπομονή επέλεξε να επωφεληθεί οικονομικά της κατάστασης χωρίς να δείξει το δέοντα σεβασμό ούτε στη χριστιανική πίστη την οποία πρεσβεύει, ούτε στον τεθνεώτα αλλά ούτε και στο ποίμνιό της .
Θαύμα ή φυσικό φαινόμενο;
Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι το εξής: πρόκειται για θαύμα, σημάδι της Θείας Χάρης ή για ένα ακόμα φυσικό φαινόμενο που προκύπτει κάτω από συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες ή ακόμα και από τους ίδιους τους ανθρώπους; Όλοι οι άνθρωποι, λίγο ή πολύ, έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε σε μια ανώτερη δύναμη και να ελπίζουμε σε θαύματα.
Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μας τυφλώνει και να μας κάνει δεχόμαστε τα πάντα γύρω μας ως θαύματα σταλμένα από τον Θεό ιδιαίτερα όταν πρόκειται για φυσικά φαινόμενα που έχουν εξηγηθεί επιστημονικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δε, της αφθαρσίας των λειψάνων δεν μπορούμε πια να μιλάμε για κάποιο ανεξήγητο γεγονός, για κάποιο «θαύμα» μιας και η επιστήμη πλέον μας προσφέρει ιδιαίτερα ικανοποιητικές απαντήσεις.
Δεν μπορώ να φανταστώ ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι της Εκκλησίας δεν γνωρίζουν τις επιστημονικές εξελίξεις και δεν αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητά τους. Επιλέγουν παρ’ όλα αυτά να συντηρούν ατόφιο το μύθο των άφθαρτων λειψάνων, συνεχίζοντας να εκθέτουν από δω κι από κει τα λείψανα των νεκρών αυτών ανθρώπων και να εκμεταλλεύονται τον πόνο και την ελπίδα των πιστών που μέσα στην απελπισία τους ψάχνουν από κάπου να πιαστούν.
Η πρακτική αυτή όμως κάνει κακό και στην ίδια την Εκκλησία ως σύνολο, γιατί μπορεί η Ιερά Σύνοδος να έδειξε στο θέμα του Βησσαρίωνα μια πιο επιφυλακτική στάση, δεν απαγόρεψε όμως ρητά όλο αυτό το παζάρι που στήθηκε στη Μονή Αγάθωνος εις βάρος των πιστών και του νεκρού. Για άλλη μια φορά άφησε, λοιπόν, να φανεί ότι υποστηρίζει ακόμα, έστω έμμεσα, τις μεσαιωνικές πρακτικές, αδυνατώντας να μεταφέρει το αληθινό μήνυμα του Χριστού στο σήμερα καταφεύγοντας σε ειδωλολατρικές πρακτικές, για τις οποίες συνηθίζει να κατηγορεί τις προγενέστερες θρησκείες.
Δεν υπάρχουν σχόλια: